Καμιάν απόχρωση δεν βρήκα να ταιριάξει
σε τούτο το έρημο τοπίο με τους διαβάτες
κι έτσι έκλεισα την πόρτα στον ήλιο.
Θαρρείς η χιλιοτραγουδισμένη φύση διαμαρτυρήθηκε
με τα δοξασμένα χρώματά της και μ' έβαλε σε συλλογισμό,
μα κι αυτά τα φόρεσαν οι άνθρωποι
κι έτσι έκλεισα την πόρτα.
Καθώς οι ζωγραφιές στους τοίχους πήραν να κινούνται
και φτιάχνοντας χάρτες στο τετράδιο με γράμματα,
οι δόξες απέξω αργοπέθαιναν,
εκλιπαρώντας με για ένα λαχάνιασμα, ένα δάκρυ.
Οι παμπόνηρες ελπίδες ψιθύριζαν τραγουδάκια για ν' ανοίξω,
μα είμαι επαρκώς μόνος πια ν' αρνηθώ.
Να την κλαις την ρωμιοσύνη.
Εκείνα τα μάρμαρα που κάποτε, είναι πασίγνωστο πια,
δεν άγγιζε η σκουριά, εκέινη τα' φαγε.
Αν κάποτε ορίσει η μοίρα, αν τύχει
οι δόξες να πορνεύονται, τουλάχιστο για πιο μεγάλο αντίτιμο,
ίσως κάτι σοφό βρεις στον τρελό που περιγέλασες.
Ίσως το τσίμπημα στο μάγουλο να' ναι προσκύνημα
στο μωρό που απλώς κοιτά.
Ίσως τότε ν' ανοίξουμε τις πόρτες και να βρεθούμε,
χωρίς χρώματα, χωρίς τραγούδια. Να φτιάξουμε άλλα!
Χαρές πολλές αντάμωσα και τις βαρέθηκα,
μα σαν την καύλα να βραδιάζει δίχως τρόπαια δεν ξανάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου