με το καθρέφτισμα των αγγέλων στα μάτια του
να κρατούν ακόμη καρφωμένο τ’ όνειρο.
Με την ψυχή που δεν λείανε ο Λόγος Σου
την τραχιά την ψυχή την ημίεργη
από τ’ ακατάπαυστα «θέλω».
Με τη θηλιά βαριά σκιά στη γη
έρμα θανάτου στις φωταγωγημένες σιγαλιές.
Τ’ αβάσταγα τινάγματα του πόνου μέτραγε
αθώα προσηλωμένος σε απατηλή χαρά
κι ούτε μια πράσινη ακροποταμιά
να γείρει τη σιωπή Σου
κι ούτε ένας έρωτας φιλόξενος να κυλήσει
τους ιριδίζοντες αιώνες της Μορφής Σου.
Άραγε ένοιωσε στις φαγωμένες ρίζες
την επικείμενη ταλάντευση της πτώσης;
Κι απόμεινε σ’ ένα ξερό κλαδί
τη μέρα της Πεντηκοστής
με μάτια γυάλινα
τον ουρανό που ανοίγει ν’ αγναντεύει
την κορυφογραμμή του πόθου του
το Θαύμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου