Ύστερα από σαράντα τόσα χρόνια συνειδητοποιείς
Πώς ακουμπάς με τον ίδιο τρόπο το ποτήρι στο δίσκο
Περνάς τα δάχτυλα στα μαλλιά σου -τα κάτασπρα πια-
¬Λαχταράς τό βλέμμα των γιων σου και δεν μπορείς
Να ολοκληρώσεις μια πρόταση με αγαπημένα πρόσωπα σε
Ανταμώματα και χωρισμούς χωρίς να σε πνίγει ό λυγμός
Ο ίδιος εκείνος πού τράνταζε το στέρνο του πατέρα σου.
ΙΙ.
Τώρα πού πέσανε και τα τελευταία φύλλα φάνηκαν
Οι φωλιές οι έρημες φωλιές κάτω από έναν γκρίζο
Ετοιμόρροπο ουρανό παρατημένες στο έλεος του
Βοριά και των αχόρταγων βλεμμάτων μας προστατευμένες
Τον καιρό της αναπαραγωγής από την πολύβουη ανθοφορία
Και τα εαρινά δρομολόγια των τραίνων με ανοιχτούς
Γιακάδες βιαστικές χειραψίες κι ένα «χαίρω πολύ»
Κλεμμένα από το χρόνο πού καταβροχθίζει φωλιές εποχές και
Βιαστικές αμαξοστοιχίες με ανυποψίαστους επιβάτες.
ΙΙΙ.
Ανοίγεις το συρτάρι κι απ’ τα παλιά χειρόγραφα
Λέξεις πεταλούδες σ’ αιφνιδιάζουν καθώς πετώντας
Πολυχρωμούν το δωμάτιο κι ή χειροβομβίδα πού
Ακούμπησες βιαστικά -για να προλάβεις τί ;-σ’ ένα
Στρώμα σκουριάς τυλιγμένη χωνεμένη φωτιά με
Ακυρωμένες όλες τις μελλοντικές της εκρήξεις.
IV.
Όποτε τα ‘φερνε δύσκολα δανειζόταν λέξεις από το μεγάλο
Απόθεμα πού κουβαλούσε μέσα του έφτασε όμως στο σημείο
Με το συχνό δανεισμό να μειωθεί επικίνδυνα το ανεξάντλητο
Νταμάρι με λίγα λόγια έτρωγε απ’ τα έτοιμα ενώ θα μπορούσε
Να αρκεστεί στο ένα μοναδικό ποίημα αντί να σπαταλάει εδώ
Κι εκεί στίχους του ποντάροντας σε μιαν επισφαλή προσπάθεια
Αναγνώρισης του ταλέντου του από ευκαιριακούς αναγνώστες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου