Οι πόρτες ήσαν ανοιχτές. Η Βασίλαινα, η Θανάσαινα, η Σπήλιαινα, η Μήτσιαινα, η Γιαννού, η Ρήνα, η Χριστίτσα, στη σκάλα κάτι σιγολέγανε και μέσα η Χρήσταινα είχε σιγάσει από τους αναστεναγμούς και μονάχα τα δάκρυα της δεν μπορούσε να συγκρατήσει. Τρέχανε στα σταφιδιασμένα ωχρά μαγουλά της κι από κει έσταζαν πάνω στα σταυρωμένα χέρια της, στην ποδιά της, στην τραχηλιά της,καθώς ήταν διπλοποδιασμένη στο δεξί παραγώνι.
Η γιαγιά, μπαίνοντας, ρώτησε τις γυναίκες και κείνες με τα πρόσωπα φρικιασμένα και χλωμοπράσινα την πληροφόρησαν χαμηλόφωνα πως ήρθε χαρτί στον πρόεδρο ότι λαβώθηκε ο Λιάς.
Στεναχωρέθηκε η γιαγιά. Πήγε κι έκατσε αμίλητη κοντά στη φιλενάδα της τη Χρήσταινα και της έπιασε τα χέρια μες στις παλάμες της... σα να ήταν τότε που παίζανε μικρά κοριτσάκια στη δική τους γειτονιά να της τα ζεστάνει. Η Βασίλω, αυτό ήτανε το όνομα της Χρήσταινας, μόλις είδε τη φιλενάδα της τη Μαρίνα, αυτό ήταν τ' όνομα της γιαγιάς μου, έγειρε στην αγκαλιά της κι άφησε να της φύγουν κι άλλα πολλά δάκρυα. Ψιθύριζε όσο γινότανε πιο σιγανά: «Λαβώθηκε ο Λιάκος μου από νάρκη, Μαρίνα μου, και είναι άσχημα. Το είδα κι όνειρο. Είναι βαριά. Είναι βαριά το παλικάρι μου και δεν μου το λένε. Μπορεί και να πέθανε και να μου το κρύβουνε...
Δεν τους πιστεύω. Ο πατέρας του λείπει στη Μεσσένια, θα του πέσει αστραπή. Εκείνον συλλογίζομαι. Έπεσε η πέτρα, την ώρα που φόρτωνε το μουλάρι, του 'σπασε το πόδι. Ήτανε τότε εννιά χρονώνε. Τον έτρεξε στο Γιωργολιά, του τόφτιασε. Φύλαξε έξι μήνες το κρεβάτι... πέρασε... Τώρα η νάρκα τον ζήλεψε. Τον διάλεξε. Λίγο, λένε... Αν ήτανε λίγο... γιατί να μου το ειπούνε; Μονάχα ο θεός και ο Λιάκος μου ξέρουν... Μαρίνα μου».
Η γιαγιά μου της έλεγε λόγια παρηγοριάς. Οι άλλες γυναίκες συμφωνούσαν όλες με τα λεγόμενα της γιαγιάς μου.
Κι αφού είπαν οι γειτόνισσες και οι φιλενάδες και οι συγγένισσες όσες παρηγοριές είχαν ακούσει σε άλλες περιστάσεις, άρχισαν μια - μια να φεύγει στο σπίτι της και στις δουλιές. Λέγοντας στις απληροφόρητες και τις περαστικές τα όσα είδαν κι άκουσαν με κάποια προσθήκη από κείνα που φανταζόσανται.
Η γιαγιά μου άργησε να φύγει. Είχε ξεχάσει πως άφησε το ζύμωμα στη μέση. Και αν δεν έτρεχα να της ειπώ πως οι κότες και το σκυλάκι της Ρήνας είχαν πέσει στη σκάφη, θ' αργούσε ακόμη περισσότερο.
Σαν σηκώθηκε να τρέξει στο ζύμωμα υποσχέθηκε στη θεια - Χρήσταινα πως θα γύριζε, σαν φούρνιζε τα ψωμιά. Και δίχως να δείξει βιασύνη, μουρμούρισε: «Ας φάνε κι εκείνα... ψυχή έχουνε...». Μα περνώντας το κατώφλι της πονεμένης γειτόνισσας και καλής παιδικής φίλης, γόργωσε το βήμα και μάλωσε, από μακριά, τα αγαπημένα της ζωντανά... με οργή και αγάπη μαζί.
Αγωνίστηκε η γιαγιά να βγάλει τις κότες από τη σκάφη και την καμαρούλα αλλά πιο πολύ απασχολήθηκε με το καθάρισμα του τσιμπημένου ζυμαριού. Πέταξε σχεδόν το μισό. Μάλωνε κι εμένα που βγήκα να παίξω και δεν έκλεισα την πόρτα της καμαρούλας. Δεν άντεχα να τη βλέπω να κλαίει και να βασανίζεται κι έφυγα να μην τη βλέπω και πήγα να παίξω στη γειτονιά... μα δεν βρήκα παιδιά και ξαναγύρισα και κάθησα στο κάτω σκαλί της σκάλας, ολομόναχος κι έκλαιγα κι εγώ για όλα.
Μ' αγαπούσε πολύ η γιαγιά μου. Αλλιώτικα από τη μάνα μου κι από τον παππούλη μου. Με μάλωνε τόσο πολύ χαδιάρικα που χαιρόμουν περισσότερο το μάλωμά της παρά το χάδι της. Είχε μια γλύκα το μάλωμά της που μου γιάτρευε κάθε μου λάθος και μου έπαιρνε τις περισσότερες ευθύνες για λογαριασμό της.
Γύρισε στο σπίτι γερός ο Λιάκος της θεια - Χρήσταινας με αναρρωτική άδεια. Ντύθηκε η γειτονιά τη γιορτινή χαρά της. Έτρεξαν όλοι το βράδυ που γύρισαν από τις δουλιές τους να τον υποδεχτούν. Να τον κρατήσουν στην αγκαλιά τους και να μάθουν τα καθέστατα. Να ιδούν και με τα μάτια τους τις λαβωματιές.
Ο Λιάκος είχε ένα βλήμα στο δεξί του μάτι και δεν έβλεπε καθόλου απ' αυτό. Δεν ήθελε να το μάθει το χωριό και ιδιαίτερα η μελαχρινή γειτονοπούλα με τις μεγάλες πλεξίδες και τα γαϊτανάτα φρύδια.
Είχε και στο πνευμόνι μερικά θραύσματα αλλά και αυτά δεν φαινόσανται. Τα λιγοστά βληματάκια, σαν κρυφές ελιές, που είχε ο Λιάκος στο πρόσωπο δεν ήταν ανάγκη να τα δείξει. Τα έβλεπαν όλοι και δεν ρωτούσαν.
Έδειξε στη μάνα του και τις ουλές που άφησαν μερικά βλήματα στα πόδια, στην κοιλιά και στο στήθος.
Η κυρά μάνα του τις κοίταζε ικανοποιημένη και με κλειδωμένα τα δάκρυα... μην την «παραϊδεί και ο θεός» όπως έλεγε και της τον πάρει ολότελα.
Τον μεγάλο της τον γιο τον είχε χάσει από χρόνια. Τον είχε υποδουλώσει κάποια μοναχοκόρη στα χωριά της Σπάρτης.
Είχε τις τρεις κόρες και το Λιάκο. Αλλες δεν είχανε τίποτε να παρηγορηθούν. Τους τα πήρανε οι πόλεμοι και τα μπουντρούμια του Παλαμηδιού.
Είχαν περάσει δύο ημέρες από το βράδυ που ήρθε ο Λιάκος στο σπίτι τους και δεν είδε ούτε μια φορά τη μαυρομάτα και λεβεντονιά γειτονοπούλα του.
Μήτε στο παραπόρτι φάνηκε, μήτε στο παράθυρο, μήτε στο μπαλκόνι, μήτε στη στράτα με τις βαρέλες να περάσει για νερό.
Αδιάφορα, τάχα, ρώτησε τη μεγάλη του αδερφή να μάθει τα νέα του χωριού. Και τα ερωτήματα του όλο και πλησίαζαν προς το ποθούμενο. Κι εκεί που ρώταγε και μάθαινε άκουσε τη φωνή της και στράφηκε να την ιδεί στο μπαλκόνι... μα δεν την είδε. Δεν ήταν δυνατό να μην έμαθε, να μην άκουσε τον ερχομό του. Τα παράθυρα τ' ανατολικά και το παραπόρτι του σπιτιού της έβλεπαν στην αυλή του.
Ίσως κάποιος σοβαρός λόγος να την εμποδίζει, σκέφτηκε. Μα θα τον μάθαινε από τους δικούς... δυο ημέρες τώρα. Αποφάσισε να πάει μια βόλτα ως τη βρύση. Το περιβόλι της ήταν προς τα εκεί. Κι εκείνο το απόγεμα με αγωνία πέρασε.
Πριν πάει στρατιώτης δεν τόλμησε να της πει κάτι. Σχεδίαζε να τα ειπεί όλα, όταν, με καλό, γύριζε. Κι ο τραυματισμός του είχε αλλάξει όλον τον κόσμο.
Κάθησε όλο το απόγεμα στο μπαλκόνι. Τα παράθυρα της, που άλλοτε φωτοβολούσαν, κείνο το βράδυ ήταν σκοτεινά.
Χωρίς όρεξη έφαγε κάτι και ξάπλωσε να κοιμηθεί στο κρεβάτι που ήταν στο δυτικό παράθυρο, αγνάντια στο δικό της, που το περβάζι του στόλιζε η γλάστρα με τα γαρύφαλα και τον ριγανάτο βασιλικό. Τρεις ημέρες είχαν να ποτιστούν. Ήταν σίγουρος. Αρχισαν να διψούν. Τα είχε παρατηρήσει και το μεσημέρι.
Ξημερώματα και τα αυτιά και τα μάτια του Λιάκου ξάγρυπνα παρακολουθούσαν τα παράθυρα της αγαπημένης του. Κατά τις οχτώ το πρωί τον πήρε ο ύπνος. Δεν τον ξύπνησαν. Μόνος του ξύπνησε το απόγεμα κατά τις πέντε.
Ακουσε κουβέντες στην είσοδο και ρώτησε τη μικρότερη αδελφή του τι ζητούν.
Εκείνη τον πληροφόρησε πως... το βράδυ του Σαββάτου θ' αρραβωνιάσει ο μπάρμπα - Νικόλας ο γείτονας την Κατερίνα του με το Δημήτρη του Παντελή και πως τους προσκαλεί στη χαρά.
Δεν άντεξε. Σκεπάστηκε με την ελαφριά κουβερτοΰλα. Γύρισε στο πλευρό του κι έκλαψε. Έκλαιγε πολύ και κρυφά... Αρχισε να τον ενοχλεί το τραυματισμένο μάτι. Δεν του έδωσε σημασία. Δεν μπορούσε ν' αρνηθεί στο σπίτι την αδιαθεσία του. Με πολλή επιφύλαξη τον πλησίασε στο φως του φεγγαριού η μάνα του και τον ρώτησε αν θέλει να φάει κάτι. Εκείνος αρνήθηκε... για μια στιγμή αλλά σηκώθηκε και κάθησε στο τραπέζι και πήρε κάτι για βραδινό χωρίς κέφι.Όλοι στο σπίτι φρόντιζαν να ετοιμάζουν το καλύτερο για τον τραυματία. Καλοφαγία είχε διατάξει κι ο γιατρός ο δικός του που ήρθε και τον είδε φιλικά, χωρίς να τον καλέσουν.
Οι δικοί του ξέρανε τον ερωτά του μα δεν ήθελαν να του ειπούν την αλήθεια, για να μην τον πληγώσουν, θα το μάθαινε στον καιρό του, όπως και το 'μαθε. Τετάρτη βράδυ ήτανε, περασμένες δέκα. Το Σάββατο το βράδυ θα την έβλεπε στις χαρές της με το φίλο του και συμμαθητή του το Δημήτρη του Παντελή.
Ρώτησε τη μάνα του κι έμαθε. Δεν θα παντρευόσανται από αγάπη. Με συνοικέσιο τ' αποφασίσανε. Κι έτσι, παραμονή των αρραβώνων δεν ήταν πρεπούμενο η Κατερίνα ν' ανοίγει παράθυρα και να ποτίζει μυριστικά κατά κείθε που είχε κάποτε αφήσει την καρδιά της να φτερουγίσει.
Το Λιάκο ήθελε. Τον περίμενε. Μα ο πατέρας της και η μάνα της είχαν αποφασίσει αλλιώς. Έπρεπε να υπακούσει. Να μην ακουστεί στο χωριό και τότε ποιος μπορεί να μαζέψει τα λόγια σαν φύγουν από τα δόντια παραέξω.
Χίλιες φορές αποφάσισε να της στείλει ένα σημείωμα με δυο λέξεις. Δεν το 'στειλε. Περίμενε το Σαββατόβραδο.
Ήρθε το Σαββατόβραδο. Πήρε τη μεγάλη του αδερφή και πήγανε. Αντεξε όλο το βράδυ να μην την κοιτάξει στα μάτια... να τραγουδάει... να χορεύει... και να πίνει.
Την Κυριακή πήγε και στην εκκλησία. Την είδε μετά τη λειτουργία με τον αρραβωνιαστικό της και τους ξαναευχήθηκε. Μα αισθανότανε ένα ιδρώτα να τον περιλούζει. Να τρέμουν τα πόδια του και το πρόσωπο του να φουντώνει. Και πάλι κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, να κατηφορίσει να μπει στο σπίτι και να σωριαστεί στο κρεββάτι το γνωστό. Εκεί που ξάπλωνε για έξι μήνες για να γιατρέψει το τριψαλιασμένο πόδι του. Όλα πέρασαν σαν γλυκό όνειρο... Τότε ερχότανε η Κατερινόύλα. Του έφερνε σταφύλια και σύκα και μούρα και βύσσινα και βατόμουρα. Τότε αγαπήθηκαν. Τότε τη φίλησε στο μάγουλο κι εκείνη του είπε: «Λιάκο, σ' αγαπάω. Σ' αγαπάω ίσαμε τα ουράνια».
Τα χρόνια περνούσαν. Η αγάπη ρίζωσε και φούντωνε. Και ξαφνικά φύσηξε άγριος βοριάς και το ξερίζωσε. Χωρίς καμιά αιτία. Και του Λιάκου το μυαλό ήταν στενό. Δεν είχε τόπο να χωρέσει μήτε το κακό μήτε τις αιτίες του.
Ήρθε για θερισμό κι αλώνισμα και ο πατέρας. Τι να ειπεί; Ήξερε κείνος από πολέμους και κακουχίες. Λογάριαζε πως τα δικά του βάσανα δεν τάχε άλλος δοκιμάσει. Σαν είδε τα καινούργια άρβυλα του Λιάκου τα ζήλεψε. Τέτοια άρβυλα δεν είχε φορέσει ποτέ. Και έκανε πέντε χρόνια στρατιώτης.
Πέρασε ο Αύγουστος. Έπρεπε να πάει να τον ιδούν οι γιατροί και να πάρει το απολυτήριο του στρατού. Έτσι του είχαν ταμένο.
Τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου τον είχε και τον βασάνιζε ένας ξερόβηχας. Του κάνανε χαμομήλι και φασκόμηλο και γάλα ζεστό και λίγο ρακί τσουκαλόκαφτο, τόλμησε να το δοκιμάσει, μα λίγο έλειψε να τον πνίξει ο βήχας του με την πρώτη μικρή - μικρή ρουφηξιά.
Το πρόσωπο του χαλκοπρασίνιζε λίγο - λίγο.
Δεν του έλεγε κανένας το κατάντημα του. Κι όλοι περίμεναν νάρθει ο καιρός και η ώρα να φύγει για τους γιατρούς.
Ανήμερα του Σταυρού πήρε το σακίδιο του, δύο - τρία αβγά βρασμένα, λίγη μυζήθρα και ένα ρούπι λουκάνικο κι έφυγε με τις ευχές των δικών του.
Ο Λιάκος δεν ξαναγύρισε ποτέ στο χωριό. Τον έφαγε ο βήχας, οι λαβωματιές της νάρκης και το μαράζι της Κατερίνας. Τον κλείσανε, για θεραπεία, σε σανατόριο. Δεν κατάφεραν να τον γιατρέψουν.
Μετά από μερικά χρόνια συνάντησα το γαμπρό του στα Λαγκάδια. Ερχότανε από την Αθήνα. Σε μια ξύλινη βαλίτσα, έφερνε τα λείψανα του. Ούτε ξέρω που τα έχουνε.
Έφυγε από τη ζωή ο Λιάκος με την πεποίθηση πως κανένας δεν έμαθε ποτέ πως είχε χάσει το μισό φως του και πως τα πνευμόνια του ήσαν γεμάτα σκλήθρες θανάτου. Κι όμως το χωριό όλα τα ήξερε. Και μονάχα η μάνα του και ο πατέρας του και τα αδέρφια του... Δεν ήξεραν κι ούτε έμαθαν ποτέ τίποτα.
Πολύ αργότερα, κάποιος τους είπε πως τις λαβωματιές τις πήρε σε κάποια βουνοπλαγιά του Γράμμου. Και τι μ' αυτό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου