Έριξε μια ματιά στα πουλιά, πάνω.
όλο και του ξέφευγαν στο μέτρημα.
Τρεις φορές πέθανε ο πατέρας του,
τόσες και μέχρι να μετακομίσει απ’ την αυλή.
Φοβάται βράδυ τους γείτονες.
Θυμάται ένα πηγάδι
μ’ έναν παλιάτσο πάνω στο καπάκι
αντί για πέτρα.
Σιγά-σιγά η ζέστη μίκραινε την ανάσα στο δωμάτιο,
κι ο ουρανός άδειαζε απ’ τα πουλιά.
Τό ‘ξερε και αυτό ο πατέρας.
Περίμενε τους χωροφυλάκους,
κοιτούσε το γεμάτο τασάκι...
Ονειρευόταν μια γριούλα που γέλαγε.
Έριξε μια τελευταία ματιά.
Δεν ήταν μόνο το πηγάδι,
ήταν κι ένας γέρος μεθυσμένος, που διαλαλούσε τα πλούτη του:
«Σας έφερα πολύ χρήμα.
Κέρδισε η Χαρά στη τρίτη κούρσα.
Μονάχα εγώ την είχα ποντάρει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου