Λίγος ὁ δρόμος ὡς ἐκεῖ, καθὼς ἔχεις σιμώσει.
Μονάχα μὴν ἀργοπορῆς μὴν τύχει καὶ νυχτώσει
καὶ δὲ σὲ ἰδοῦν τὰ μάτια μου καὶ μείνω μοναχή μου.
Ἐκεῖ τὰ δέντρα εἶνε ψηλὰ καθὼς οἱ στοχασμοί μου.
Ἡ χλόη πάνω στὶς πίκρες μου γλυκιὰ ᾿πό χάδια στρώση
κ᾿ ἕνα λουλούδι φλογερὸ μονάχα ἀνθίζει, ἡ εὐχή μου
ναρθῆς ἐκεῖ μὲ ὅλη σου τὴν κυνηγήτρα γνώση.
Θὰ σὲ μεθύση ἡ μυρωδιὰ καὶ δὲ θ᾿ ἀκοῦς τί ψάλλουν
κρυφά, καθὼς ἐρωτικὰ τρυγόνια τὰ ὄνειρά μου,
μὰ πληγωμένα καὶ νεκρὰ μπροστά σου σὰν προβάλουν,
Θὰ εἰπῆς βαθιά σου ψάχνοντας τότε, ποὖνε ἡ χαρά μου;
Κι᾿ ὅπως θὰ βλέπης γύρω σου, βουβὰ καὶ λυπημένα
θὰ γίνης ὄνειρο, καημός, τραγούδι ἐσὺ γιὰ μένα.
συλλογή: Ξεφάντωμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου