στὸ σκοτεινὸ πρωί σου νὰ σκορπίσω
καὶ νὰ σ᾿ ἀφήσω παίρνοντας κοντά μου
τὴ θλιβερὴ χαρὰ νὰ σ᾿ ἀγαπήσω.
Τώρα ἡ Μεσόγειος λυγερὴ σειρήνα
ποὺ στὸ πλοῖο μας γύρω ἀφροκοπάει
κι ὅλα τοῦ ἀφροῦ της τὰ κατάσπρα κρίνα
ἕνας σκοπός: μακριά σου νὰ μὲ πάη.
Κ᾿ ὕστερα σὰ σιμώσουμε κεῖ πέρα,
θαρθῆ προσταχτικὸ τὸ φῶς ν᾿ ἀνοίξη
τὰ μάτια μου στὴν τρισγαλάζια μέρα
καὶ τὴν ἐνθύμησή σου νὰ μοῦ πνίξη.
Κ᾿ὕστερα τὰ νησιά της θὰ χυμήσουν.
Κ᾿ ἡ Ἀθήνα, ξέρω, δὲ θ᾿ ἀργοπορήση.
Θὲ νὰ στηθοῦνε νὰ μοῦ πολεμήσουν
τῆς ἁμαρτίας τὸν ἔρωτα, Παρίσι!
Καὶ θὰ θελήσουν νὰ ξεχάσω πόσο
σοῦ δόθηκεν ἀμέσως ἡ ψυχή μου.
Καθὼς χωρὶς τὴν ἔγνοια ν᾿ ἀνταμώσω
γύριζα μέσ᾿ στοὺς δρόμους μοναχή μου.
Ὅμως παντοῦ ἔπιανα εὔκολες φιλίες
γιατί σὰ νὰ μὲ ξέραν μοῦ γελοῦσαν
παντοῦ, σπίτια καὶ πάρκα κ᾿ ἐκκλησίες
κι᾿ ὅταν ξαναπερνοῦσα μοῦ μιλοῦσαν.
Καὶ θὰ θελήσουν νὰ ξεχάσω, πόση
καινούργια νειότη σὺ μοὖχες χαρίσει,
πὼς τὴ μοίρα μου ἀκόμα ἔχω ἀνταμώσει
γυρίζοντας στοὺς δρόμους σου, Παρίσι.
συλλογή: Ξεφάντωμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου