Κάθε προσέγγιση ενός ποιήτή από διαφορετική ματιά είναι πάντα αξιοσημείωτη αρκεί να καθορίζεται από τον σεβασμό στο μεγάλο ή μικρό έργο του. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο βιβλίο «ΤΑ ΑΓΙΑ ΤΟΙΣ ΑΓΙΟΙΣ» της Γεωργίας Ν. Αγγελοπούλου
Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα την 1η Απριλίου 1902. Ο πατέρας της Ευγένιος ήταν Καθηγητής Φιλόλογος. Για τη μητέρα της Κυριακή, γνωρίζουμε πως ήταν μία καλή και τρυφερή μάνα. Έμεινε ορφανή και από τους δύο γονείς της. Έφυγε από τη ζωή ο πατέρας της κι ύστερα από σαράντα μέρες τον ακολούθησε και η μητέρα της. Η Μαρία δεν μπόρεσε ποτέ να θεραπευτεί από τις ενοχές της, γιατί την άφησε άρρωστη, όταν έφυγε κι εκείνη πέθανε κατά την απουσία της.
Οι βασανιστικές τύψεις της, την έκαναν να γράψει:
«… Δεν σ’ ένιωσα πριν να σε χωριστώ /
μα η θύμησή σου ακέρια που σου μένει, /
μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ /
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη».
Τελείωσε το Γυμνάσιο στα Φιλιατρά Μεσσηνίας και ύστερα πήγε δύο χρόνια στο Αρσάκειο. Επέστρεψε στη γενέτειρά της και διορίστηκε, αφού έδωσε εξετάσεις, ως υπάλληλος στη Νομαρχία. Εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για το Γυναικείο ζήτημα και τη χειραφέτηση της γυναίκας. Μετατέθηκε στην Αθήνα για να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Νομικής Σχολής, αντί της Φιλοσοφικής που προτιμούσε ο πατέρας της. Ωστόσο, δε συμπλήρωσε ποτέ τις Πανεπιστημιακές της σπουδές. Συνεχίζει να εργάζεται στη Νομαρχία Αττικής! Έχει στενή συνεργασία με «Κείνον» τον νέο συνάδελφο αλλά και «άδοξο» ποιητή από την Τρίπολη. Μοιραία γνωριμία. «Ο μόνος που θα μπορούσε να με καταλάβει, αλλά ούτε και ’κείνος τόλμησε… Μου ’πε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα… ότι ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά…»
Ταυτόχρονα παρακολουθεί μαθήματα θεάτρου στη Δραματική Σχολή του Εθνικού και αργότερα στη Σχολή Κουνελάκη. Το 1926 παίζει κιόλας στο «Κουρέλι» του Νικοντέμι. Ταξιδεύει για το Παρίσι και επιστρέφει στην Αθήνα με κλονισμένη υγεία.
Αφημένη στις παρορμήσεις μιας φλογερής ιδιοσυγκρασίας, προσβλήθηκε από φυματίωση.
«Δε θα το πουν, ο πόνος μου πώς άνθισε /
παρά τα λυπημένα μου τραγούδια… / …
Οι έρωτες αηδόνια μου τραγούδαγαν /
γιατί ήμουν τρυφερή σαν τα λουλούδια».
Κάνει απουσίες, είναι ανέμελη, άτακτη και ασυνεπής. Δίνει την εντύπωση αργόμισθης υπαλλήλου και παύεται. Αλλά ο έντονος ερωτισμός, που χαρακτήριζε τη βραχύχρονη ζωή της, εξαγνίζεται από την τραγική προαίσθηση του πρόωρου θανάτου της, καθώς διαφαίνεται μία έμφυτη τρυφερότητα και ποιητική ευαισθησία.
Από το 1915 αρχίζει τα πρώτα δημοσιεύματα. Τα έργα της είναι: «Αφιέρωση», «Χαμόγελα», «Ξεφάντωμα», «Μοιραίος δρόμος», «Οι τρίλιες που σβήνουν», «Ηχώ στο χάος», «Μεταφράσεις» και «Ανέκδοτα ποιήματα». Η δημιουργική της πορεία κράτησε ώς το τέλος!
Ποιός μπόρεσε να δώσει τη βιογραφία ενός αηδονιού ή ενός χελιδονιού; Ακατόρθωτο μοιάζει, αλλά κι εφικτό…
Με πολλή σαφήνεια, ειλικρίνεια και ωραίους λυρικούς τόνους, διαγράφεται στην ποίησή της ένας γυναικείος κόσμος.
«Έλα γλυκέ, κι αν φτάνη η νύχτα /
και το σκοτάδι δε σ’ αρέση, /
αστέρινο θαμπό στεφάνι /
η αγάπη μου θα σου φορέση. / …
Θα σου καρφώσω ένα λουλούδι /
τ’ όνειρο πάνω στην καρδιά σου, /
θα πλέξω τα ξερά τα φύλλα /
με τα κατάχλωρα μαλλιά σου».
Αυτή, μόνο αυτή, τραγούδησε με θηλυκότητα, με όλη εκείνη τη γλυκά στιχουργημένη τρυφερότητα της ερωτικής λαχτάρας και της ενθουσιασμένης υποταγής, μία μοναδική ευτυχισμένη στιγμή, για να φανερώσει όλο το βάθος και τη σημασία, καθώς και το μυστήριο της αλήθειας ή της αξίας της.
«ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ» (από τις «Τρίλλιες που σβήνουν»)
«Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες / στα περασμένα χρόνια. / Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα / και σε βροχή, σε χιόνια / δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες. / Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου / μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα, / μόνο γι’ αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο / κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα… / … Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες / … γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου… / …Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα / γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη. / Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη / μένα η ζωή πληρώθη… / … Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου… / … έζησα, να πληθαίνω/ τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες / κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω / μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες».
Η ποιήτρια αυτή, είναι μία μορφή πολύ δύσκολης αντιμετώπισης. Ενώ έλκει ισχυρά το μελετητή να την πλησιάσει και να εμβαθύνει στην προσωπικότητά της, την ίδια στιγμή δεν τον βοηθάει. «…Οι γνωστικοί με κοίταξαν καλά / κ’ είπαν πως είμαι φάντασμα και φύγαν».
Επειδή ήρθε κι έφυγε από τη ζωή σαν αστραπή, χωρίς να προσγειωθεί και να υπάρξει ως συνηθισμένος άνθρωπος, μόνο όταν παρακολουθήσει κάποιος την πορεία της ζωής της, όταν μελετήσει την ποίησή της, η οποία συγκεντρώθηκε από γνωστούς και φίλους της που την αγάπησαν αληθινά και τη γνώρισαν, τότε πια πιστεύει ότι έβγαλε τα συμπεράσματά του. «Έν’ ανοιχτό παράθυρο / στο αγιόκλημα πνιγμένο / κ’ η κόρη κρίνο, με το φως / του φεγγαριού ντυμένο…» Αντιλαμβάνεται πλέον, ότι η παρουσία της έχει μια διαφορετικότητα. Θα ήταν ασέβεια, αν όχι άγνοια κι επιπολαιότητα, να διατυπώσει κρίσεις.
Η Μαρία, παρέμεινε αγνή, ευαίσθητη. Διατήρησε ανέγγιχτη, με τρόπο «παρθενικά ώριμο», την παιδική της φρεσκάδα. Η ζωή της, ξεχειλίζει τόσο πολύ και μια κραυγή υπάρχει διάχυτη στη νεανική της ποίηση. «Κάποτε ο Έρως ξαφνικά κρύφτηκε στην καρδιά μου / κ’ η ομορφιά του μυστικά τρέμισε στη ματιά μου… Και… oι πόθοι, ανήσυχα πουλιά, δε θέλαν να φωλιάσουν… Και… λίγο, λίγο τα μικρά και τα γλυκά που φτάναν’ / μ’ έπαιρναν πάλι ξένοιαστη και σκλάβα του με κάναν’…»
Το πάθος της καίει μέσα στα λόγια της και πραγματοποιεί λυρικότατες προσεγγίσεις σε ακραίες και οριακές καταστάσεις ζωής και θανάτου.
«ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ» (από την «Ηχώ στο Χάος»)
«Όλα είναι ωραία. / όλα είνε αγάπη κι’ αγάπης πόθος / τα ξεφυλλά. / Τόσο είνε ωραία καθώς πεθαίνουν / τόσο μοιραία / και σιωπηλά. / Έχω μια χάρη. / Στην άνθησή μου φορώ στεφάνι / το μαρασμό. / Έχω μια χάρη. Τι μούχουν δώσει / και μούχουν πάρει / το γιορτασμό; / Γιατί πεθαίνω / γίνομαι ωραία, γίνομαι η αγάπη / που την ποθούν. / Κι’ όλο πεθαίνω. Γύρω μου τάνθη / να τα πληθαίνω / να μαραθούν! / Και… Έχω μια φλόγα και δε μου ανήκει. / – Τη μοίρα ευλόγα, / δεν απατά. / Αυτή είνε η μοίρα / που μ’ ομορφαίνει, αυτή είνε η φλόγα / του εξιλασμού. / Αυτή είναι η μοίρα μου. μή μ’ αγγίζεις. / Φορώ τα μύρα / του χωρισμού!»
Οι ιδεαλιστικές εικόνες, ανάμεικτες με έντονο αισθησιασμό, οι απέλπιδες ελπίδες και η λύπη, που φοβισμένη φτερουγίζει ολόγυρά της, με «λυρικό τρέμουλο» στη φωνή και με την ίδια απλή γλώσσα, έχουν μοναδικότητα κι εξασκούν μια γοητεία!
Οι λάτρεις του έργου της Μαρίας Πολυδούρη προσφέρουν στους μελετητές του, σαν ψηφίδες σκόρπιες από κάποιο πολύτιμο μωσαϊκό, ένα ενιαίο σύνολο εξίσου προβληματικό, και εξίσου αξιόλογο.
Στην Αθήνα, στο λίγο χρόνο που ζει τη φοιτητική της ζωή, δυσκολεύεται οικονομικά και στερείται από τα υλικά μέσα για να ζήσει. Εκποιεί κάποιο ακίνητο που έχει στην κατοχή της στην Καλαμάτα και με αυτά τα χρήματα, αποφασίζει να ταξιδέψει για το Παρίσι. «Πόνος… Πόνος… Δε φτάνει πια το δάκρι / κι’ ο στεναγμός. δε φτάνει, δεν ξεσπά. / Αλλόφρονο πουλί πετιέται η σκέψη / και δέρνει τα φτερά του και τα σπα».
Σχόλια αδέσποτα ειπώθηκαν για τη φυγή της. Λένε πως ήθελε να δείξει αδιαφορία στον Κώστα Καρυωτάκη, που αρνήθηκε την πρότασή της για γάμο. Είχε τραυματισθεί η αξιοπρέπειά της, ο εγωϊσμός της. «…Αχ, τα παληά σου τα τραγούδια πούνε / θλιμμένα σαν αγάπης μυστικά, / σαν άνθη δακρυσμένα που σιωπούνε…»
Παρ’ όλα αυτά, με αληθινή περηφάνια, τόλμησε και ξεδίπλωσε το παράπονό της…
Εναλλαγή συναισθημάτων με χαρακτηριστικά στιγμιότυπα, καταγράφονται και μεταφέρονται με ολοφάνερη ευπλασία.
«ΘΑΡΘΗΣ ΑΡΓΑ» (από τα «Χαμόγελα»)
«Ως πότε πια θα καρτερώ να ξαναρθής και πάλι / σαν από χρόνους μακρινούς και ξένες χώρες πέρα; / Λιγόστεψε η ζωούλα μου και μέρα με τη μέρα, / ανήμπορη και τρυφερή, σβήνεται αγάλι αγάλι… / Άκου στα δέντρα πένθιμα πώς τρίζουνε τα φύλλα, / μηνάνε το φθινόπωρο. Δές, τ’ ουρανού το χρώμα / το θόλωσαν τα σύννεφα… Μια κρύα ανατριχίλα / στα λουλουδάκια χύνεται… κι αργείς, αργείς ακόμα! / Θαρθής αργά, με τη νυχτιά και με τον κρύο χειμώνα, / με το χιονοσαβάνωμα, με του βορηά το θρήνο / και δε θα βρης ούτ’ ένα ρόδο, ούτ’ ένα αθώο κρίνο / να μου χαρίσης… ούτε καν μια πένθιμη ανεμώνα».
Αρραβωνιάστηκε από πείσμα, με κάποιο νέο δικηγόρο, τον Κώστα ή Αριστοτέλη Γεωργίου, αξιόλογο επιστήμονα, αλλά έδωσε τέλος στο δεσμό της, γιατί δεν αισθανόταν τόσο δεμένη μαζί του, για μια πιο μόνιμη μορφή σχέσης. Στο Παρίσι έμεινε τρία χρόνια. Άγνωστες παραμένουν οι ασχολίες και τα ενδιαφέροντά της. «…Αναμεσό μας στάθη θλιμμένη. / Κάτι ζητούσε, ποιος ξέρει τι; / Πώς ήρθε; Κ’ είναι λησμονημένη; / Τι να ζητούσεν η ξένη αυτή;»
Εικάζεται πως γνωρίστηκε με τον πνευματικό κόσμο της εποχής, αλλά δυσκολευόταν να επιζήσει χωρίς χρήματα. Αστήρικτες και αναπόδεικτες πληροφορίες λένε πως άνοιξε ακόμα και μοδιστράδικο, για να τα καταφέρει, αφού είχε πάρει δίπλωμα ραπτικής από την Ecole Pigier. Ωστόσο, υπάρχουν τα γνωστά και αναμφισβήτητα. «Δε μ’ έφτανε ούτε καν αχός / μέσ’ στη ζωή που ζούσα. / Κ’ η θύμηση λιγόθυμη / των όσων αγαπούσα…»
Αρρώστησε και νοσηλεύτηκε σε Νοσοκομείο του Παρισιού και όταν επέστρεψε στην Αθήνα, η κατάστασή της ήταν τραγική. Ειπώθηκε ότι επεδίωξε και πέτυχε την είσοδό της στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όχι τόσο, λόγω της κλονισμένης υγείας της, αλλά για να εξασφαλίσει στέγη και διατροφή. Πονεμένη από την αρρώστια, η οποία την είχε αγκαλιάσει μ’ ερωτικό πάθος, με μια χαρούμενη καρτερία, αποκαλύπτει, πολύ παραστατικά, την εικόνα της και καταθέτει την καλλιέπεια των στίχων της.
«ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ…» (από τα «Χαμόγελα»)
«Είμαι το λουλούδι που σιγά το τρώει το κρυφό σαράκι. / Δε με τυραννάει το άγριο κακοκαίρι, όπως τάλλα εμένα / και της χλωμιασμένης μου όψης δε μαδάνε ένα ένα τα φύλλα. / Οι καλές οι μοίρες κ’ οι κακές καρτέρι κι αν μώχουν στημένα / σάμπως πεταλούδες να με τριγυρνάνε νοιώθω ανατριχίλα. / Και… Είμαι το λουλούδι που σιγά το τρώει το κρυφό σαράκι. / Και… Ζωή και χάρος είμαι, απ’ τη γελάστρα τύχη δε προσμένω. / Αψηλό κι ωραίο στήνω το κορμί μου / κ’ άλλο δε μου μοιάζει. / Όμως όταν δείξω τις πληγές μου στάστρα, θάμαι πεθαμένο».
Οι βιογράφοι δεν επιθυμούν να προσθέσουν τίποτε, που θα χαμήλωνε τον τόνο, ύστερα από την παράθεση των προηγούμενων αποτιμήσεων. Μια τόσο ζεστή συγγραφική ιδιοσυγκρασία, κρατάει άσβηστη, κάτω από τη στάχτη του χθες, όλη της τη φλόγα. Μια φλόγα, που μας την υποδαυλίζει ζωηρά και τη φουντώνει ο χρόνος! Ανταποκρίνεται με τη φωνή του σήμερα μέσα στην αλλαγή των καιρών και στη μοιραία λησμονιά που φέρνει ο χρόνος, μεγάλωσε τη φλόγα και δικαίωσε τη Μαρία. «… Η πεταλούδ’ αν είμαι / που σας λείπει, ανοίχτε στων χειλιών μου / τη λαύρα, τη μισόκλειστη καρδιά σας… / … Η ανάσα μου, η πνοή σας…»
Αλλά υπήρξαν και ευτυχισμένες στιγμές, που συνόδεψαν τη Μαρία Πολυδούρη στην ολιγόχρονη ζωή της. Αγαπήθηκε από τα καλύτερα πνεύματα της εποχής. Περισσότερο, αγαπήθηκε και αγάπησε τον Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος έγραψε γι’ αυτήν: «Ένα σπιτάκι απόμερο στο δείλι, στον ελαιώνα / μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθιά πολυθρόνα / μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει / ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!»
Στάθηκε ο πιο μεγάλος της έρωτας, αν και δεν συναπάντησε μήτε σε αυτόν το ερωτικό ιδανικό. Ξοδεύτηκε σπάταλα συναισθηματικά, χωρίς «ηθική αντίσταση». Πριν το στερνό της ταξίδι, νοσταλγεί «Κείνον» και με κρυφό, βαθύ καημό, «…μέσ’ των δακρύων την ευχαριστία…» και με τα μάτια κυκλωμένα από θάνατο, το ομολογεί: «Εμένα τα τραγούδια μου, ήταν μόνο για Κείνον». Γνωρίστηκαν στο Πανεπιστήμιο κι αυτός την επηρέασε πολύ στη ζωή της. Καθώς, εν μέρει, τον γνώρισε καλά, αποδίδει θαυμαστά το ψυχογράφημά του.
«Σ’ ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΟΥ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ» (από την «Ηχώ στο χάος»)
«Αυτόν τον καταδίωκε ένα πνεύμα / στις σκοτεινές εκτάσεις της ζωής του. / Οι ασχολίες του, οι χαρές του, σ’ ένα νεύμα / προσχήματα γινόνταν της ορμής του. / Τα ωραία βιβλία, η σκέψη, ένα ορμητήριο / λίγες στιγμές. βίαιος στον έρωτά του. / Ύστερα γέμιζε η όψη του μυστήριο / και τίποτε δεν ταίριαζε κοντά του. / Και… Ήταν ωραίος παράξενα, σαν κείνους / που ο Θάνατος τους έχει ξεχωρίσει. / Δινόταν στους φριχτότερους κινδύνους / σαν κάτι να τον είχε εξασφαλίσει. / Ένα πρωί… / τον βρήκαμε νεκρό μ’ ένα σημάδι… / Ήταν όλος σά μια νίκη, / σά φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι. / Είχε μια τέτοια απλότη και γαλήνη, / μια γελαστή μορφή ζωντανεμένη! / Όλος μια ευχαριστία σά νάχε γίνει. / Κ’ η αιτία του κακού σημαδεμένη».
Σε όλα της τα κρυφομιλήματα, «Κείνος» είναι αξεπέραστος και η απουσία του, αβάσταχτη οδύνη. Τον «ανακαλεί» στη ζωή και δεν παύει να τον ψάχνει «σε άλλα μάτια».
Βέβαια, τρυφερά δείγματα αγάπης της Μαρίας, θα βρούμε στην αλληλογραφία της με τον αισθαντικό και ταλαντούχο ποιητή Γιάννη Χονδρογιάννη, ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος, θερμός ερωτικός δεσμός της. «Στο δρόμο που με πήρε μοναχή / δεν ξέρω πώς, αλήθεια, / βρήκα μια νέα μέσα μου ψυχή / κι’ όνειρα βρήκα πλήθια… / Και … Ήταν γλυκό πώς άνθιζε η καρδιά / μέσα στο νέο κορμί μου. / Ανοίγανε τα μάτια στα κλαδιά, / τραγούδαγεν η ορμή μου».
Έδωσε χαρά και συγκίνηση στην πιο γνήσια λυρική φωνή που ακούστηκε τα τελευταία χρόνια. Όταν, πριν το τέλος της, θα ταξίδευε εκείνος για τα Φιλιατρά, την επισκέπτεται στην κλινική για να την αποχαιρετήσει. Κάτω από το μαξιλάρι της, αυτή είχε το βιβλίο του «Μυστικές ημέρες». Το τράβηξε και του μίλησε για ποιήματα, γραμμένα για εκείνην. Όμως… άκρως βαθύτερο το αντίκρισμα της…
«ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ…» (από τα «Ανέκδοτα ποιήματα» της)
«Καμμιάν από τις πίκρες μου δε γνώρισες / τις πίκρες μου τις άσωστες τις μαύρες. / Και στων ματιών μου μέσ’ στο φεγγοβόλημα / τα δάκριά μου στεγνωμένα ταύρες. / Εσύ μονάχα το γλυκό χαμόγελο / καμάρωσες στα χείλη μου απλωμένο / κ’ έχεις μέσ’ στων ματιών μου το ξαστέρωμα / τον πόθο σου τρελλά καθρεφτισμένο. / Με γνώρισες να γέρνω στην αγάπη σου / σαν πεταλούδα στο άλυκο λουλούδι / και να σκορπίζω όσο η καρδιά μου εδύνοταν / μεθυστικό το ερωτικό τραγούδι».
Τα ποιήματα είναι απλά, ρομαντικά και βαθυστόχαστα μέσα στην ορμητικότητά τους. Έχουν κάτι το πολύ δραματικό, ίσως γιατί από νωρίς εκείνη περιεβλήθη το θαμπό φωτοστέφανο του θανάτου. «Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη… / … Και θα μου κλειστούν τα χείλη / και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους, σιωπηλά… / … Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν… / … Όσα μ’ αγαπήσαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν…» Μια ποιήτρια τόσο νέα, που προαισθάνεται, που βλέπει τον επερχόμενο χαμό της, σε συγκλονίζει, έστω κι αν δεν πρόλαβε να περιποιηθεί, να στολίσει την τέχνη της. Με όλες τις ατέλειες της εκφραστικής, της πρωτοτυπίας κι ακόμα της στιχουργικής μαεστρίας, υπήρξε η πιο σημαντική Ελληνίδα ποιήτρια.
Διάφορα ανέκδοτα ποιήματα, ενώ ήταν πια νοσηλευόμενη στο Νοσοκομείο Σωτηρία από τη φυματίωση, κυκλοφόρησαν αργότερα. Και… «Ο νέος που πρόσμενες να ’ρθεί / δεν ήρθε μήτε απόψε./ Μα τι θα του ’λεγες; Γιατί; / Άσε το μάταιο να χαθεί / το άμοιρο φύτρο κόψε / … στα σκοτεινά του μάτια φως / η απουσία θα χύσει…» Τα χειρόγραφά της τα εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα, η οποία, με τρυφερή κατανόηση και φροντίδα, στάθηκε δίπλα της όλο τον τελευταίο καιρό, στη μεγάλη δοκιμασία της . Εκείνη, με τη σειρά της, δώρησε τρία χειρόγραφα της Πολυδούρη στη Λιλή Ζωγράφου η οποία αναφέρει: «Χειρονομία που ιδιαίτερα εκτίμησα και που με κατασυγκίνησε. Με συντροφεύουν κορνιζωμένα, ζωντανεύοντας στη μνήμη μου τη φτωχή, αλλά ζωηρή και ακοίμητη, τη μία και μοναδική εικόνα, που έτυχε να κρατήσω από τη Μαρία. Το δωμάτιο ήταν ξεμοναχιασμένο στον αυλόγυρο του νοσοκομείου. Διέκρινα ανάμεσα στους επισκέπτες, ξαπλωμένη μια ωραία νεανική μορφή, με στεφάνι γύρω στο πρόσωπο, τα μαύρα μαλλιά της. Σ’ ένα παλαιϊκό λαβομάνο και σ’ ένα τραπέζι, εντυπωσίαζαν τα μεγάλα κλωνάρια από ανθισμένες αμυγδαλιές. Γέμιζαν κι αρωμάτιζαν το δωμάτιο».
Η νεαρή αυτή ποιήτρια, με εκρήξεις και εικόνες ρεαλιστικές, που μέσα στην ακαταμέτρητη απλότητά τους, έχουν τρομακτικούς και αλληγορικούς τόνους, πρωτότυπα δημιουργεί αίσθηση και συγκίνηση. «Έχω σπασμένη την καρδιά. Μ’ έχει η ζωή προδώσει / και μου ζητάτε να γελάσω αθώα και τρυφερά / και νάναι μέσ’ στα μάτια μου χαρά και λάμψη τόση, / πού να γενή στα ευγενικά σας όνειρα φτερά…» Το έργο της το είχε πλάσει με το αίμα και τα δάκρυά της, με τον ιδρώτα μιας ασίγαστης ερωτικής αγωνίας, με μια βαθύτατη λαχτάρα ζωής. «Είναι ο πόθος μου τέτιος, αγέρα / σαν τον άγριο θυμό σου / που στις πλούσιες κοιλάδες σφυρίζει. / Είναι ανήμερος, άγρια φοβέρα…»
Απόλυτα συγκεκριμένη, εκφράζει τη γοητεία της, τη μεγαλοσύνη της και την ευωδιά της με λυρικούς κελαηδισμούς.
«ΣΕΜΝΟΤΗΣ» (από τις «Τρίλλιες που σβήνουν»)
«Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου / κανείς δε θέλω να τη νοιώση. / Δε θα μπορούσε να τη σίμωνε / χωρίς γι’ αυτό να τη πληγώση. / Έχω ένα κρίνο, κρίνο ολάνοιχτο / χωρίς καμμιά σκιά στην όψη. / Καμμιά ηδονή δεν επεθύμησε / να το φιλήση, να το κόψη. / Έχω ένα ρόδο που ζυγιάζεται / πάνω στην ίδια του τη φλόγα / κ’ είναι σά νάγινε ολοκαύτωμα / και να σιωπούσε και να ευλόγα. / Μια μαργαρίτα πούνε αμφίβολη / μ’ όλο το ναι που λέει η καρδιά της. / Μόνον αφίνει να λικνίζεται / παθητικά την ομορφιά της. / Κι’ άλλα λουλούδια πούνε σύμβολα / κι’ άλλα μονάχα που μεθούνε / μα τόσο είναι όλα λεπτοκάμωτα / φανταστικά μόνον ανθούνε. / Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου / κανείς ποτέ δε θα τη νοιώση. / Κι’ αν την πληγώσει θάναι ανίδεος / κι’ ούτε γι’ αυτό θα μετανοιώση».
Κριτικοί, γενικά αποδεκτοί και επιβεβλημένοι για την ευστροφία και ευθυκρισία τους, γράφουν γι’ αυτήν:
Ο ερωτευμένος ποιητής Γιάννης Χονδρογιάννης: «Η Μαρία είναι το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα μέσα σ’ όλη τη Νεοελληνική ποίηση. Είναι μία από τις μουσικότερες και λυρικότερες, καθαρότερες φωνές που ακούσθηκαν τα τελευταία χρόνια».
Ο Ανδρέας Καραντώνης: «Έχει κάτι από την αίγλη των τραγικών θρύλων, των πλασμένων από ποίηση, έρωτα και θάνατο. Η ψυχή της ήταν ένα σιντριβάνι αιμάτων και δακρύων».
Επίσης, ο Κώστας Ουράνης: «Τα βιβλία της, περιέχουν περισσότερο θάνατο από σελίδες. Έχουν την υποβλητικότητα ενός μεγάλου θρήνου… και είναι αυτή η υποβλητικότητα, αυτό που κάνει ακριβώς τα ποιήματά της, να είναι η ίδια η ποίηση σ’ ό,τι πλατύ και ανθρώπινο και αιώνιο».
Η μοίρα στάθηκε διπρόσωπη μαζί της. Την ευνόησε με εξαιρετικά χαρίσματα, για να τη σημαδέψει, άξαφνα, με ένα μέλλον πρόωρου χαμού. Της έκοψε τη ζωή σε ηλικία που μπορούσε ακόμα να την ανασαίνει… «Ω! Χαμηλώστε αυτό το φως! / Στη νύχτα τι ωφελάει;… / … Πάρτε το φως! Είναι η στιγμή! / Τη θέλω όλη δική μου. / Είναι η στιγμή να κοιμηθώ. / Πάρτε το φως! Με τυραννεί… / μού αρνιέται την ψυχή μου…»
Απύθμενη! Ξέχειλη! Ανεμπόδιστη!
Ποιητική και μόνο ποιητική ύπαρξη!
Η Μαρία Πολυδούρη πέθανε στη Κλινική Καραμάνη, στις 30 του Απρίλη 1930. Κάποιοι πολύ στενοί φίλοι της και η Λιλή Ζωγράφου που έγραψε την πιο εμπεριστατωμένη και ολοκληρωμένη μονογραφία της, αποδέχονται την εκδοχή ότι αυτοκτόνησε με ενέσεις μορφίνης. Ήταν μόλις 28 χρόνων.
Η εκδοχή αυτή αμφισβητείται αλλά και επιβεβαιώνεται από τα δύο χειρόγραφά της, τα οποία παρατίθενται αυτούσια:
…Κι ένα κείμενο!
24-7-29
Αυτός που αυτοκτονεί γιατί του ήρθε μια μεγάλη λύπη στη ζωή, αυτός είνε ένας ανάξιος της ζωής, δεν έπρεπε να τον έχη δεχτή καθόλου. Είνε ένας μικρόψυχος. Εξαιρώ όσους αυτοκτονούν γιατί είνε άρρωστοι, είτε σωματικά, είτε ψυχικά. Φυσικά είνε ταπεινωτικό να ζη κανείς στο περιθώριο της ζωής, κι’ όμως να ζη! Μα δεν πρόκειται γι’ αυτούς, τώρα. Ο πόνος είνε το φριχτό και το μεγάλο δώρο. Να τον δεχτής για να στραγγίσης τη ζωή ως την τελευταία σταγόνα. Να τον δεχτής για να παλαίψης, ο αγώνας είνε η ζωή. Η αντίδρασή σου σε κάθε χτύπημα είνε μια νίκη, όσο κι αν χάνεις λίγο λίγο έδαφος, γιατί βέβαια εσύ θα εξαντληθείς όχι η ζωή. // Μα αυτή η απεγνωσμένη προσπάθεια, το κατανάλωμα της ψυχής μας, της ζωής μας όλης, τι αφάνταστα φριχτό και τι σεμνά μεγαλειώδες! «Καθήκον» λέξις τριμμένη, σχεδόν χωρίς ουσία και μισητή. Τι ανύψωμα θάπρεπε να της δώσω, τι ντύσιμο να της κάνω – μάλλον τι ξεντύσιμο – για να τη δώσω στον αγώνα της ζωής! Ένα καθήκον ευγενείας. Είνε ευγένεια το δόσιμο στην καταστροφή της ζωής. Πόσες γωνιές της ψυχής σου θα φωτισθούν, τι εξαΰλωμα, εξαγίασις ο σπαραγμός, η συντριβή, η ταπεινωσύνη. Στο βάθος του πόνου ολοένα, που να τελειώνουν όλα μπρος στα μάτια σου, που να σου λείπει η πνοή, που να νιώθης κάθε στιγμή τη λόγχη στα σπλάχνα, έτσι πέρνεται η μεγάλη γαλήνη της μορφής και το φωτοστέφανο της Ζωής: ένας άξιος άνθρωπος! Έτσι μόνο θ’ αξιωθής, όταν η μεγάλη στιγμή φτάση, να καταλάβεις βαθιά ότι έζησες, ότι τη Ζωή την πήρες όλη, ότι τόσο την εξάντλησες, ώστε αν κανείς σου πρότεινε ένα ξαναγύρισμα να αρνηθής με κάθε ειλικρίνεια και απλότητα. [Αυτή είνε η μεγάλη στιγμή. Η αναμονή του θανάτου για τη δικαίωση, την ανάπαυση, απέριττη και ωραία.]
Μαρία Πολυδούρη
Από το περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 1331, Χριστούγεννα 1982.
Ανεπίδοτη Επιστολή
Στην Ελίνα
Αγαπητοί φίλοι!
Ίσως το γράμμα αυτό να μην διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ’ αλήθεια δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ’ όλους. Αλλά, ούτε δα κι’ αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι’ ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι’ αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για μένα θάνατος ήταν. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με το θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ’ αγάπησαν, κι’ ας μην μπόρεσαν ποτέ, κι’ ας μην τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν την ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάματα, μην τύχει και τους κλέψω την ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπόμουνα βαθειά όταν καταλάβαινα ότι μ’ αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου, κι’ όμως δεν πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε ότι αγαπούσα αληθινά. Δεν είνε στ’ αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στο πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μέσ’ στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι’ αυτοί… Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; Άνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι’ άλλοι – οι λίγοι – προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε; Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δεν την κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου, και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι’ όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μέσ’ ένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι’ αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαρειά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα…
Είνε που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε… – ούτ’ από μας ούτ’ απ’ τους άλλους – δεν τόλμησε να ξεφύγει απ’ το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ’ αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ’ αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν – είμασταν – δειλοί που ’ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι’ ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι… Απόκληροι της αντίληψης… Κι’ όμως ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Κ., ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε και κείνος τόλμησε… Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα… ότι ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι’ αυτό θαρρώ και έζησα τόσο μόνη, κι’ ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δεν δέχτηκα με ευμένεια κι’ οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα. «Πόσο είνε αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε εμείς που την ανεχόμαστε τέτοια», έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου…
Μα, από τότε έχουν πεια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πεια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω – αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή – μέσ’ απ’ τις αναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τα τετράδια του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλο ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο… Γυρνώ το βλέμμα και τον κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως – θεέ συγχώρεσέ με – θα τον έπερνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια… Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ’ εύρω μοναδική κι’ αξέχαστή μου αγάπη… Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ… να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ’ριχνες σαν έφτανα… τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου… να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν… να ιδώ… να νοιώσω το φίλημά σου… Είνε τόσο μεγάλος ο καϋμός και είμεθα τόσο μικροί ένας – ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν…
Τα λόγια αυτά ίσως νακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθάνατου, μα, αλοί, δεν μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πεια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουνα ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είνε άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη… Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά, κι’ αν είνε δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε απ’ τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε σας στιγμή τραγούδι, κι’ όταν έρθ’ η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξι, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια…
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω και αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη, κι’ αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, εκείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ’ Απρίλη, δεν ήμουν πεια μόνη. Νέοι που μ’ αγάπησαν ήρθαν να μ’ αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν…
«Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα…», όπως λέει κι’ η καλή μου φίλη, Έμιλι Ντίκινσον.
Με αγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου