καθὼς μὲ συγκυλᾶ, τῆς δυστυχίας τὸ κύμα,
βρῆκα τὴν ταφική του ναυαγίου γαλήνη.
Τὰ σωθικά μου ἂν τἄχη ἡ μαύρη δίψα φρίξει
κι᾿ ἂν ἡ φωνή μου ἀπ᾿ τὴν κραυγὴ τοῦ πόνου σβήνη,
μὰ πάντα θἆμαι τοῦ ὄνειρου τἀστεῖο θύμα.
Καθὼς φωτίζαν πάνω μου τὰ δυό σου μάτια,
τῶν λογισμῶν μου σκίζοντας τὸ μαῦρο βύθος,
τὸ δρόμο πρὸς τὰ χείλη σου βρῆκα ἄθελά μου.
Κοίτομαι ἐμπρός σου κι᾿ ὀνειρεύομαι παλάτια
νεραϊδικά, σὰν ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ θέλει ὁ μύθος
καὶ δὲν κυττάζω πὼς θεὸς στὴ ζωὴ μπαίνεις
Ἐσύ, καὶ μένα πόσο ἀνάξιο τὸ ἔνδυμά μου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου