Όταν, βαρύς και χαμηλός, ο ουρανός πλακώνει
το πνεύμα που απ'την πλήξη του την τόση αγκομαχάει
και γύρω τον ορίζοντα ολόκληρο τον ζώνει
και φως μουχρό, πιο θλιβερό κι απ'της νυχτός, σκορπάει΄
όταν η γη μια φυλακή λες κι είναι, μουσκεμένη,
όπου η Ελπίδα, φεύγοντας, σαν νυχτερίδα πάει
κι αγγίζει τη φτερούγα της στους τοίχους φοβισμένη
κι απά' σε σαπιοτάβανα την κεφαλή χτυπάει΄
όταν τ'ατέλειωτο η βροχή κλωτόνερό της χύνει,
που σιδερόφραχτη τη γη σαν κάτεργο την δείχτει,
και πλήθος άτιμες, βουβές αράχνες πάει και στήνει
βαθιά μες στο κεφάλι μας το δολερό του δίχτυ,
άξαφνα τότε ακούγονται καμπάνες φρενιασμένες,
που το φριχτό τους ουρλιαχτό στους ουρανούς σκορπάνε
καθώς ψυχές που τριγυρνούν απάτριδες,χαμένες,
κι αρχίζουνε θρηνητικά, με πείσμα, να βογκάνε.
Και κάποια, δίχως μουσική, νεκρών πολλών κηδεία
περνά από την ψυχή μου. Κλαίει για ελπίδα νικημένη
και στο σκυφτό κρανίο μου καρφώνει η Αγωνία
δεσποτική τη μαύρη της σημαία λυσσασμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου