Πώς ακριβώς βρεθήκαμε εδώ,
Λέγαν οι έγκλειστοι, προφανώς
δεν το καταλάβαμε,
Ίσως αυτό να είχε ήδη συμβεί
Προτού γεννηθούμε, μπορεί
Και αφ' ότου πεθάναμε, ποιος ξέρει,
Σημασία έχει ότι αυτός ο ύαλος
Που τόσο γαλήνια μας αποτρέπει
Από την υπόλοιπη θέα
επιτρέποντάς την
Είναι κατά κάποιο τρόπο το σύνορο
Μεταξύ ημών και κάποιων άλλων
αγνώστων
Αυτοί οι άλλοι δεν φαίνονται να είναι
Εχθροί μήτε και φίλοι, ιδέα δεν έχουμε
Αν νοιάζονται πραγματικά για αυτό
Το ενυδρείο, μπορεί βεβαίως να το
τοποθέτησαν
αυτοί
Ωστόσο
Η μέριμνά τους ορατή δεν είναι
Μα μήτε και η αδιαφορία τους
Δεν ξέρουμε για πόσο θα περιμένουμε
Δεν ξέρουμε τι περιμένουμε
Δεν ξέρουμε καν αν περιμένουμε
Τα δευτερόλεπτα που περνούν
Από μπροστά μας όπως αυτό
το θερμαινόμενο νερό
που μας εναγκαλίζεται
μπορεί
Το νέο πρόσωπο να εμφανίσουν
Και τα πολύχρωμα ετούτα φώτα
Τα πλαστικά φυτά και τα χαλίκια
Που μας περιβάλλουνε σαφώς δηλούν
Πως ένας γενναίος νέος κόσμος
Ήδη μας δέχθηκε και ένας παλιός
ποτέ δεν υπήρξε
Κι οι φυσαλλίδες μας που τόσο
Αγέρωχα ανέρχονται στην επιφάνεια
Αφήνουν από κάτω τους εμάς
και αυτά τα αχρησιμοποίητα
πτερύγια
Να γλιστρούν για πάντα στην εφθηνή
Ζυγοστάθμιση και ωραίον αναστοχασμό
μιας μάλλον ανύπαρκτης
ευθύνης
Που προσποιείται την υπαρκτή
Προς χάριν μιμήσεως κάποιας
ζωής
και μόνον
Προς χάριν μιας τουλάχιστον ακόμη
Φυσαλλίδας
που λογικά
θα πρέπει και αυτή να ανέλθει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου