και πέφτουν οι εκατόπηχες σκιές του Ακροκορίνθου
στ’ απόγκρεμα και στα ριζά του τιμημένου κάστρου
κι έρχεται απρόσμενα πυκνή η δειλινή αποσκιούρα,
τότε ξυπνάνε στο βουνό οι μνήμες κι οι νεράιδες,
κι ακούς τη νύχτα κλάματα, θρήνους και μοιρολόγια
παιδιών, αντρών και γυναικών, που αέναα σαλεύουν
στο περιγύρι του καστριού, λες και σε ξόδι πάνε...
Μα πλειότερον ο καλπασμός μακραντηχάει αλόγου,
που καβαλάει ο Σγουρός με τη γλυκιά του Ρήνα,
σκορπώντας γύρω μουσική μιας θείας λιτανείας...
Κι άλλοτε έρχεται κοντά κι άλλοτε ξεμακραίνει,
καθώς ο αφέντης του Αναπλιού περιπολεί στο κάστρο,
να το κρατήσει λεύτερο απ’ της Φραγκιάς τα χέρια.
Τότε γερόντοι και γριές και τωρινοί αντρειωμένοι,
σε συντυχιάν συνάζονται και μόλογο αρχινάνε
και τρέχει ο νους τους άνεμος, οχτώ αιώνες πίσω,
τότε, που βουλήθηκανε οι Φράγκοι να πατήσουν
το θέμα το ελληνικό και τον τρανό Μορέα.
Και ο Σγουρός ο Λέοντας, των Σγούρηδων ο γόνος,
σήκωσε με το ασκέρι του όπλα στο Μπονιφάτση
και κράτος έστησε Ρωμιών, πού ’φτασεν ως τα Τέμπη.
Δυο χρόνια τους πολέμησε ο Σγουρός τους Λατίνους
και τέσσερ’ αντιστάθηκε στο κάστρο της Κορίνθου,
να σκλαβωθεί, εμποδίζοντας ο ανίκητος Μορέας.
Μετ’ από δέκα ενιαυτούς, μετ’ από δέκα κύκλους,
καθώς τό ’γράψε η μοίρα του, προτίμησε να πέσει
με το φαρί του στο γκρεμό, απ’ την κορφή του κάστρου,
παίρνοντας με το θάνατο, τη λευτεριά μαζί του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου