Τους είδα που άναβαν την πυρά,
κι η σιωπή τους βάρυνε απάνω μου
σαν απόφαση.
Τα τροχισμένα δόντια, τ’ αρπαχτικά νύχια.
Μα εκείνοι σώπαιναν πάντα
ανέκφραστοι κάτω απ’ τα μασκαρεμένα τους
πρόσωπα,
φορτωμένα στολίδια ψεύτικα
και λοφία.
Πίσω απ’ τις λόχμες,
σάλευαν κρυμμένα πλήθος δόρατα,
αόρατα μάτια και φτερά·
ενώ, βαθιά απ’ το δάσος,
έφταναν κιόλας ήχοι από σκοτεινά τύμπανα,
απόμακρα ουρλιαχτά, βραχνά μουγκρίσματα,
μαζί με βρυχηθμούς άλλων θηρίων.
Κι εγώ να περιμένω
δεμένος στο στύλο πιστάγκωνα,
ελπίζοντας και μη ελπίζοντας,
μόνος
ανάμεσα στους ανθρωποφάγους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου