Κι ενώ όλα ήταν έτοιμα
στουπί, βενζίνη και ο άνεμος
με τη φορά της λύπης μου
να μπει ένα τέλος οπωσδήποτε
το όνειρο δεν κάνει πλέον ούτε για προσάναμμα
καλά μου τα’ λεγε η μάνα μου:
ότι αυτός ο δρόμος δεν θα βγάλει πουθενά
και σκοτωμένα λόγια βλέπω μες στα μάτια σου
σε άγγιξε το τίποτα την ώρα που σε γένναγα
οπότε πάρε την ευχή μου
κι ετούτα τα σπίρτα
Κι ενώ όλα ήταν έτοιμα
(διόλου δεν τρέμανε τα χέρια μου)
τότε εμφανίζεται ο Ισίδωρος
«Μη!» φωνάζει
κι αρπάζει τα σπίρτα
«πάρε τα γάντια μου να προκαλείς
το σκότος και το φως
το μπαστούνι μου να μην γλιστράς
στις αϋπνίες σου
και λοστός είναι
και πάρε το ημίψηλο καπέλο μου
το είχα αντί για άγγελο
δεν ξέρεις πόσες κραυγές χωράει στον πάτο του
και προτού κάνεις οτιδήποτε
κοίτα να γυαλίσεις τα παπούτσια σου – τσόγλανε»
«Δεν σε αναγνωρίζω Ισίδωρε» του λέω
«εγώ – »
«όχι» μου λέει
«μπήκαμε στο θαύμα γονατισμένοι
τουλάχιστον να βγούμε σαν κύριοι»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου