όλες οι φλέβες, ανατριχιάζοντας ξυπόλυτος
φύκια ξερά, εκεί που άλλαζε πλευρό συνέχεια η γυμνή γυναίκα κι ο ήλιος
τη ζεμάτιζε, την αγαπούσε,
να φεύγει, να ξανάρχεται, αιώνες τώρα.
η αθεόφοβη.
ελειάνθησαν (πολλές περαντζάδες πάνω-κάτω, χέρι-χέρι), τρίβοντας το ένα το
άλλο ελειάνθησαν.
Έρχεται το νερό κατόπιν – δροσιά στην κάψα της γυαλάδας τους, κι ευθύς
αμέσως πάλι οι τριγμοί (αφή, ανίκητο μυστήριο, πολλά τραγούδια ξέρεις), οι
λυγμοί, οι σκληρύνσεις, οι καταποντισμοί,
θρύψαλα, διάττοντες η παλαιά μπογιά του),
(τρεμίζων κύκλος), καθυστερεί
η απαλότης των φαιών, τα κάθιδρα πρασινάκια, εκείνα που μοιάζουν με εντόσθια
βιαίως ξεπαρθενεμένου στρειδιού (άλλο πάλι κι ετούτο!): όλα με τις Πλειάδες στους
οφθαλμούς τους.
πόδι με μπότα, μπαμ και κάτω. Ενώ κατ’ ουσίαν είναι ήδη εδώ. Όπως και πριν
ήταν εδώ. Όπως θα είναι και μετά εδώ. Αδιαλείπτως:
το βρήκαμε στο στο facebook απ’ όπου και αναδημοσιεύεται εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου