- μα ίσως και να την έχω μόνο ονειρευτεί.
Όχι, δεν πέθανε, μου ‘παν, στη Σωτηρία
η Πολυδούρη, κάποιο Απρίλη, ένα πρωί.
ο Καρυωτάκης, με μια σφαίρα στην καρδιά.
Εξοστρακίστηκε, όπως λεν, πριν τον χτυπήσει,
σε κάποιου δέντρου που ‘ταν δίπλα, τα κλαδιά.
Θα ‘ναι σαράντα τώρα; Εξήντα; Εκατό;
Είπαν οι μύθοι πως θα ζήσουνε αιώνια,
μα θα το κρύβουν, θα ‘ναι απ’ όλους μυστικό.
- κάποιον απ’ τους πολλούς, που είχε, θαυμαστές.
Τα πρώτα χρόνια, ήτανε όλο ευτυχία,
αλλά της λείπανε πολύ οι εραστές.
και ζει στου γάμου μια νοερή της φυλακή.
Τους στίχους θέλει ν’ απαγγέλει – το βιβλίο
δίπλα της το ΄χει, να θυμάται τον ποιητή.
του ονείρου – Πουέρτο Ρίκο, Κούβα, Αργεντινή,
Ουρουγουάη, Βραζιλία, που να ‘ναι τώρα;
Ή πάλι, επέστρεψε και στο έρμο του νησί.
περιφρονούσε, και γελούσε ειρωνικά.
Εκεί θα μάζευε κοχύλια, κόκκους άμμου,
θα φώναζε ύστερα ξανά στην ερημιά.
Ίσως και να ‘χαν βρει τον τρόπο, μυστικά
μηνύματα να στέλνουν, κάθε καλοκαίρι∙
σχέδια να καταστρώνουν, επιτελικά.
κι εκείνη, λογιζόταν γι’ άστατη καρδιά.
Τους είδαν κάποτε να ‘ναι κόντρα στο ρεύμα,
αλλά μαζί δεν κάναν, ούτε μια βραδιά.
- που μάλλον το ‘χω εξ ολοκλήρου ονειρευτεί:
Ότι η Μαρία καταπνίγει μες τα στήθη
κάθε κρυφήν επιθυμία, να ξεχαστεί.
του βράχου, μόνος πάντα στο έρμο του νησί.
Τρέχει στα κύματα, ξανοίγεται στα μάκρη,
θαλασσοδέρνεται, μα δεν αυτοκτονεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου