Προτού τα δυό-τρία αυτά στεγνώσουνε φιλιά
στο μέτωπό σου επάνω
εδώ κι εκεί
εσύ θα γονατίσεις για να πιείς σκυφτή
νερό αργυρό απ’ τον καθρέφτη μέσα
και άμα τυχόν κανείς δεν θά ’ναι ’κεί να βλέπει
τα χείλη του θ’ αγγίξεις με το στόμα σου.
Πάει καιρός που πιο σβέλτο κι απ’ τα δάχτυλα
του γλύπτη στη συμπαγή κρητίδα
το αίμα σου ανυπόμονο λαξεύει
από μέσα εσένα το κορμί σου.
Μακάρι και να γράπωνα αχ
τη νεανική σου κόμη,
να την εσήκωνα επάνω από τη ράχη σου –
πιότερο μοιάζουν τα μαλλιά σου με φτερά
και παραβγαίνοντάς τα εγώ θά ’φτανα πρώτος
εκεί
εκεί, μπροστά στα ίδια σου τα μάτια
και στον απώτατο μυχό του αέρα,
όπου είναι το μέγα, απόκρημνο, δονούμενο
πασίγλυκο μηδέν
και αστράφτει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου