έβοσκαν ξεμακρυσμένες οι ώρες
στον ήμερο λόφο
με τις συνεχείς επαναλήψεις
χαμηλά έτρεχε ένα ρυάκι
με γάργαρα λόγια
που και που γινόταν χείμαρρος
και κατέβαζε ξερά συνθήματα
δυτικά κρεμόταν στον ορίζοντα
ένα καφενεδάκι με τη μουριά
στη χωμάτινη αυλή των υποσχέσεων
ο άνεμος σκορπίστηκε στο τοπίο
με την άνεση που ένα προεδρικό διάταγμα
στέλνει δυστυχία στα πρωινά των γερόντων
δυο τρεις ιδέες στα κρυφά διέσχιζαν
την κεντρική λεωφόρο των παρεξηγήσεων
ανταμείφθηκαν με πολλούς πυροβολισμούς
στην πλάτη και τα οστά
οι γωνιές της αναμονής
μηρύκαζαν τους επιλόγους των ειδήσεων
και τους μοίραζαν σε κονκάρδες πλαστικές
στους κυρτωμένους νέους
-μη σκορπίζεσαι
-δεν μπορώ γιατί τα βράδια μου στέκουν σαν τα διψασμένα κυπαρίσσια και με τη χούφτα απλωμένη ζητιανεύουν όλα κείνα που δεν μπορώ να τους προσφέρω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου