Φοράω, πότε-πότε, άμα βρέχει, ένα πανωφόρι του.
Έβρεχε και τότε. Ιούνιος του 1957. Απομεσήμερο μέσα στο συννεφόκαμα. Έπαιζα κάτω από την αχλαδιά μ’ ένα ντενεκάκι. Πήρε να σκοτεινιάζει από τα δυτικά. «Το κέρατό μου» είπε, αψύς όπως ήταν, «μαζέψτε τα. Θα πάει η μέρα στράφι!» Άφησαν τα δρεπάνια και ψευτοδεματιάσανε τα χερόβολα. Σαμάρωσαν τα ζώα κι οι γυναίκες μαζέψανε τα πράγματα. Προτού πατήσουμε στη δημοσιά άνοιξε ο ουρανός. Μας έδερνε ένα χοντρό χαλάζι στην αρχή που γύρισε σε λίγο σε βροχή. Ξεντύθηκε μια μαύρη πατατούκα και την επέρασε ανάρριχτα στις πλάτες μου. Τσάκισε η καρδιά μου από τον πανικό, από τον κρότο που ‘κάναν τ’ αστραπόβολα. «Αχά, αχά, Γιωργιάκο», γύρισε και μου ‘πε, «ανάγκασε να μπούμε στο χωριό προτού σαπίσουμε».
Προσπάθησα επιταχύνοντας το βήμα μου μα δεν τους πρόφταινα κι όπως το ρούχο του σερνότανε στις λάσπες, πάτησα τα μανίκια κι έπεσα. Με πήρανε τα αίματα απ’ τη μύτη και τα κλάματα. Εκείνος γύρισε, με σήκωσε και μέσα στην απόγνωση με πλάκωσε στα κατακέφαλα.
Σε λίγο απαγκιάσαμε στο εξωκλήσι της Αγίας Κυριακής. Ζάρωσα κλαίγοντας κρυφά σ’ ένα στασίδι. Ήρθε με χάιδεψε. Έβγαλε απ’ την τσέπη ένα κομμάτι παστέλι. Με φίλεψε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου