είχε δύο χέρια που μύριζαν κανέλλα
και στα δάχτυλα στενά δαχτυλίδια
που έκαναν το αίμα να σταματά και
να πήζει σαν μούστος
μετά δύο πρωινά τα δάχτυλα έπεσαν σάπια
στο νοτισμένο κοκκινόχωμα του παρτεριού
στο μπροστινό μπαλκόνι
ο ιερέας
από την άλλη άκρη της άλλης πόλης
μούσκεψε με τα ιδρωμένα
χέρια του τις πυρακτωμένες
λάμπες των φανοστατών
σʾ όλο το μήκος του δρόμου
μέχρι το δισκοπωλείο της
τέταρτης κάθετης οδού
που έσπασαν κροταλίζοντας
έψαλε το ψέμα
και
η σελήνη φάνηκε ολόγιομη
πιο φωτεινή και πιο κόκκινη
από τα αυτόφωτα μάτια σου
τα εννιά δάκτυλα έγιναν αμπέλι
γιατί ο δέκατος
ο αντίχειρας
έμεινε σαν κρεμάμενο δόντι
πάνω από της απραξίας
το κενό
όπου
το κρασί και το δάκτυλο
αίμα και σώμα Κυρίου
του ρετιρέ
ΜΕΛΕΤΗ
Ένα ποντίκι με λέπια
σπαρταρά στα δίχτυα
του ψαρά που ελπίζει
ακόμα πως κάποτε θα
ανασύρει το κομματιασμένο
λευκό άγαλμα μιας
γοργόνας. Για μένα
διαδίδεται μια φήμη:
πως περπατάω χωρίς
παπούτσια πάνω στους
τάφους του νεκρού.
υπολογίζω επιμελώς
το στατικό διάγραμμα
μιας γέφυρας
προς τις μέρες της
Αποκάλυψης.]
* *
* * * * *
* *
Πετάω φουντούκια και βελανίδια
σε ένα χαριτωμένο σκίουρο που
βγάζει- σαν να παίζει κουκλοθέατρο-
το κεφάλι του αρουραίου από
τον υπόνομο.
ΔΡΟΜΟΙ
αυτά τα κενά από άσφαλτο τα λένε δρόμους
κάθε μέρα
ανακατεύομαι με ανθρώπους στις διαβάσεις
ανακατεύομαι με ανθρώπους με τους οποίους δεν έχω
παρόμοιες πολιτικές απόψεις
που καταπίνουν το ίδιο εύκολα
τα χαρτόνια του περιπτέρου με τις συλλεκτικές μινιατούρες
τις ασπιρίνες
και την αργεντίνικη λογοτεχνία
με ανθρώπους που ξέρουν να μιλάνε πέντε γλώσσες
(συμπεριλαμβανομένης και αυτής του σώματος)
και όμως δεν εκφράζονται σε καμία
όλοι μαζί μετράμε τα χαμένα λεπτά ώσπου να γίνει το κόκκινο φανάρι πράσινο
ώστε να περάσουμε με ασφάλεια το κενό
άλλοτε πάλι είναι οι μέρες
σα να παραμονεύεις στην άκρη ενός πολύβουου δρόμου χωρίς διαβάσεις
την κατάλληλη στιγμή για να περάσεις απέναντι
πάλι τα χαμένα τέταρτα της ώρας είναι χαμένα τέταρτα της ζωής σου
ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ
Η κόλαση πρέπει να είναι
ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα
με μια πόρτα που ανοίγει μόνο για να μπεις
τα φώτα δε χαμηλώνουν ποτέ
και τα βλέφαρα δεν κλείνουν
όσο και αν βαραίνουν.
Είναι κι άλλοι εκεί
και μιλούν διαρκώς
και δε σωπαίνει κανείς
ούτε έχεις το δικαίωμα να επιβάλεις τη σιωπή.
Τα βλέφαρα δεν κλείνουν
και βάζεις τις παλάμες σου μπροστά στα μάτια
για να κρύψεις το φως
αλλά δε μπορείς συγχρόνως
με τα ίδια χέρια
να κλείσεις τ’ αυτιά σου.
Η κόλαση είναι ακριβώς αυτή
η σισύφεια κίνηση
των χεριών
μεταξύ ματιών και αυτιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου