Και ξαγρυπνώ μήπως πιάσω λίγο από το ρούχο σου
γαλάζιο φυλαχτό παιδιού κατάσαρκα στο στήθος
Γιατί ποια τα αξόδευτα; Ποιος ο κόσμος απ΄ αυτόν;
Που η φωνή πιάστηκε στους πάγους και πλέον
άλαλη και άκαρπη και πώς να βλαστήσει
και πώς να χρειαστεί.
Ονομάζω: όσα ανηφόρισα στους δρόμους τής καρδιάς.
Δουλεύω τη μηχανή και η κλωστή γαζώνει το χοντρό πετσί
πόνο τον πόνο δύσκολη η γέννα σε δύσκολους καιρούς.
Μήπως αναστηθεί το σώμα των παιδιών που άχλωρο και άνυδρο
χίλιες φορές ξαπλώνει στις βρώμικες ασφάλτους.
Πίσω πάλι! Απ΄ το κρυφό άνοιγμα του ουρανού συνταχτείτε
φοβερή ομήγυρη εσείς
Με τα λευκά ρούχα και τη σφραγίδα των Ασμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου