Επτά τηλεφωνήματα τους έφεραν εδώ στην εξοχή,
σε τούτον το στάβλο με τις επτά πόρτες.
Καθείς τους από μια εμπασιά στο σκοτεινό αχούρι
που έζεχνε κοπριά ανασκαλεμένη
Ο ένας τον άλλον εντόπισε.
Μουρμούρα κι αναστεναγμός.
Τα μάτια τους μικρότερα σαρώνουν τα μετόχια.
Πιάσαν απ’ άκρη το τσουβάλιασμα
βλαστημώντας τα απελπισμένα τους κουράγια.
Δεν υπήρχε άλλος τρόπος η κοπριά να μαζευτεί
παρά με μια βλαστήμα σύγκορμη κι αγάντα.
Σαν έπρεπε να κάνουνε διάλειμμα είδαν σιμά
έναν λεύτερο, έναν ευλογημένο.
Τα μέσα του διάφανα, φωτοβολούν αχνά
Κάποιος συμπέρανε πως σώθηκε ετούτος.
Πως πια δε θα αναγκάζεται μαζί του να τις κουβαλά
Τελειώνει σα τακτοποιεί τη σακιασμένη κοπριά,
Μακάριος βγαίνει στο φως κι απλώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου