Δέν τον άφηνε η λεύκα να φύγει.
Τον είχε ξεντύσει αργά
κι έπειτα τυλίχτηκε
γύρω του και μέσα του.
Του έστρωνε νερό να πιεί
και φύλλα να ζεσταθεί.
Την άνοιξη του ψιθύριζε να ξυπνήσει
μα εκείνος όλο και στριφογύριζε στην αγκαλιά της.
Σαν ήρθαν να τον πάρουν
μάταια θρόιζε.
Μόνο ένα παπούτσι του την άφησαν να κρατήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου