Πού πάς τις μνήμες χαμογελαστές
σ' αθώες γειτονιές ξυπόλητες τις βασανίζεις
και απ' τη χορταριασμένη πέτρα άνθρωπο τις αναπλάθεις;
Ειν' ο κυρ Αλέξανδρος που σε καλεί απ' τη Σκιάθο
για να μεθύσετε με πανσπερμία λόγων μυστικών και αρρήτων.
Κι ένα πιάτο καρδιάς για να χορτάσεις απ' της συντρόφου σου το χέρι!
στις πιό αγνές σου λέξεις, που έκρυβες σαν σήμαντρα κατάβαθα
στον ουρανό σου υψωμένα, να φτιάξεις μιά άλλη γειτονιά,
αυτήν που ήλπισε ο κόσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου