για τη αρχή και το τέλος αλλά
στα μάτια της θα εκφράζεται
για χάρη σου το τίποτα.
Θα σταματούνε τα ποτάμια
μια σπιθαμή πριν προκαλέσουν τον πνιγμό σου.
Τα χρήματα θα είναι αρκετά
τα όνειρα ολοκαίνουργια.
Η ευαισθησία μας όλους θα τους νικά
θα την τυλίγουν οι συντριπτικές μειοψηφίες
μες στα σύννεφα
θα τρέχει κι ο ασκός
της έμπνευσης o πάντα κούφιος Αίολος.
Στο στόχaστρο
θα βάζεις την καρδιά
αυτό που αξίζει είναι πως
θ’ αστοχείς αραιά
σπανιότατα.
Τα άλογα θα τρέχουνε στο δάσος
μονάχα τα κορίτσια δε θα τρέχουν
θα σταματούν για το φιλί
και θα μένουνε έπειτα σπίτι.
Θ’ ακούς «η λάσπη χτίζεται με φως»
μα δε θα μείνεις άφωνος
θα έχεις με το μέρος σου τους ποιητές
όσους γράφουν στη γλώσσα σου τουλάχιστον.
Ο χρόνος θα περνάει από πάνω σου
χωρίς να σε αγγίζει.
Γι’ ανθρώπους σαν κι εμάς
όλο και κάποια πρόνοια θα βρεθεί
κανείς δε θα πιστεύει
πως γεννήθηκες
έτσι και ξαφνικά
μεσ’ από δυό αστέρια.
Δε θα ‘ναι πάντα το φεγγάρι στο πλευρό σου
όποτε όμως έχεις την ανάγκη του
θα σου συμπαραστέκεται
με τρόπο πλάγιο τρυφερά
όσο για τα παιδιά
δε θα σου φέρονται άσχημα
αν και δεν παίρνω όρκο πως
θα έχουν όρεξη να σε κοιτούν στα μάτια.
JOYCE
στο σώμα της την ερημιά
η μήτρα της την έτρεφε
κι όλο αγκάλιαζε φίλαγε
μια γερή μοναξιά.
«Ξένο παιδί η αναπνοή στους πνεύμονές του ας σβήσει.»
Δεν είχε κλείσει τα τέσσερα, θυμάμαι
ήταν Χριστούγεννα, ο πατέρας της
της χάρισε ένα τόπι
και ένα καροτσάκι πλαστικό.
«Με το τόπι θα βάζεις στόχο τον ήλιο
να τον ρίξεις μικρή
ζωή να βρεις για να την περπατήσεις. Στο καρότσι
το μωρό σου θα βάζεις, το μωράκι μας, Τζόις
για να μη σου βραχει και αλλάξει
όταν ο ουρανός
με σταγόνες ποτίσει τη γη
και την κάνει δική του.»
Έλεγε ο πατέρας γελούσε. Σκιά
στη βροχή, που αγαπόυσε, τα χρόνια
όμως η Τζόυς τον έκανε να κλαίει τον πατέρα της
αργότερα τον έκανε κομμάτια
πες πως τον πήρε η θάλασσα.
νεκρή προτού πεθάνει.»
τον πατέρα της Τζόυς στο δάσος
παιδί κοιμάται κάτω από τις φυλλωσιές
και δεν τον νοιάζουν πλέον τα πουλιά ούτε τα σύννεφα
που φεύγαν για να δώσουνε
τη θέση τους στον ήλιο
και παίρνανε μακριά του τη βροχή
και παίρναν τη βροχούλα.
ΤΕΧΝΗΤΗ ΒΡΟΧΗ
γλιστρά και σπάει στον άνεμο
η φήμη του πέτρα κλειστή
τον άνεμο προτρέπει.
Πες τη φωνή μου καθαρά
σε όσους είναι κύματα
κι ορθώνονται για να βιαστεί
του χρόνου η συγκατάβαση.
Αναψηλάφηση ζεστή
πλάι στου σφυριού τον ήχο
κι άσε να με εκλάβουνε
ως γύρη απανταχού
παρούσα γύρη τεχνητή
βροχή που τους αξίζει.
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΡΩΜΗ, Κ.Λ.Π. ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1922
τουρίστες κάποιας ηλικίας και ο βόμβος
τη σκόνη του επάνω μου αφήνει
το σύζυγο ενός φίλου διπλωμάτη
«ναι, γνωριστήκαμε στο σπίτι του γιατρού»
η κόρη τους είχε πεθάνει νέα
κανείς δεν έθιγε αυτό το θέμα τότε
του ήλιου η πρώτη ακτίνα «πρέπει!»
πως με βαραίνει το ότι έχω όρεξη
δεν είχα χρόνο να τη δω μονοπωλεί
το ενδιαφέρον μου την ώρα που σερβίρει
να φύγω για τη Νάπολη.
ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΑΝΘΙΖΕΙ
κρατούσε το νερό
στο χέρι κατακόρυφο περίπατο
κι όλοι οι σπόροι φτιάχναν σκαλωσιά
στον άνεμο για να φανούν λουλούδια.
Ήταν δουλειά της άνθησης κι αυτή
προοπτική μες στο κενό
πως θα βλαστήσει πάλι
ό,τι περίσσεψε απ΄τη γη
και τα αρώματα
τα φύλλα στη στιγμή
σκαρώνανε μια κάποια αναρρίχηση.
Υφαντουργία η υφή
δουλειά της άνθησης θα πεις
εικόνα δίχως ύλη
χώμα προτού να ποτιστεί
εμείς αλλού σκυμμένοι
δίναμε ανταπόκριση
σ’ ένα χειμώνα που θα ‘ρθει
σ’ αυτόν που έχει φύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου