είσαι
καρούμπαλο ραφής
μην απορείς
η δύση δεν ευτελίζεται
παίζοντας τένις
ερωτωμένη μένεις
μα της ρακέτας
την ταχεία ανταπόκριση
ο ουρανός δεν έχει
σύστημα, βρέχει
αυτό που λέμε τούμπαλιν
είναι λυκόφως ποιητικό
ριξιά της αντισφαίρισης εκεί και ‘δω
μπούμερανγκ που ανασαίνεις
δεν παίζει όμως ο ορίζοντας τένις
κι ας είναι ο ήλιος
μπαλάκι σε εγρήγορση.
ρυθμό και μέτρο, μέτρο και ρυθμό
δώσε μου ένα μέτρο
μέτρο ασφαλείας.
κι άλλο φως θέλω να πω
από την αρμονία
δυό φανάρια της τροχαίας.
στο ολισθηρό μονοπάτι της ποιήσεως
περίεργο, περίφρακτο, περίλυπο, λοιπά.
Δώσε εδώ και τώρα
βιταμίνες.
Εγώ που εκμισθώνω
γκαρσονιέρες υπόγειες
στην υπηρεσία του ουρανού πάντα
ημίψηλα καπέλα, στρουθοκαμήλους, μιναρέδες
τις κατακόρυφες κατασκευές
τρίμματα νοσηλεύω.
Πιό συμφέρον αντίτιμο και λιγότερος κόπος
να αρκείται κανείς στου γαλάζιου τα θραύσματα
προς λαϊκή κατανάλωση
τα παρέχει αφειδώς
του μισθίου ο φεγγίτης.
στα βαθυπράσινα νερά, στην επιφάνειά τους
ιδέες, σκέτο κρύσταλλο συναιρούνται και φαίνονται
ελευθερίες, ανεξαρτησίες, έθνος υπό κατασκευή
εκείνος πάλι ύμνο συσκευάζει
και κάτι βάτραχοι συγκάτοικοί του εκεί γύρω
όχι σπουδαία αμφίβια, σχεδόν γυρίνοι
προσεύχονται κι ας μην αγγίζει
ύψος προσευχής το βρεκεκέξ τους
προσεύχονται να πέσει, όχι η Μούσα
στον αντοκατοπτρισμό της λίμνης,
μα ο ποιητής μες στα νερά
να μείνει άθικτο το προϋπάρχον ποίημα.
ανήκουν στην ματιά σου
νυφούλα του Πηγάσου
γαλάζια υφάσματα
μιας κόρης αφανούς
λύσε μου τους λωτούς
κουρδίζοντας τα μάγια
χαρμόσυνα βραχιόλια
και ζωντανεύουν ύστερα
θροΐζουσα φουριόζα
στη νεραϊδοσχισμή.
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Ένα παιδί προσελήφθη στο τσίρκο
Αρχή είναι και του ανέθεσαν το μαχαίρι
Του εμπιστεύτηκαν ακίνδυνα νούμερα
Παιδί είναι
Πέντε έξι δέκα εκατό
Αύξηση φαντασμαγορίας γεωμετρική
Επαληθεύτηκε το τσίρκο
Κήρυξε την πτώχευση
Έφτασε το παιδί πολύ πέρα.
το τσίρκο μας χρωστά το παιδί.
Οι λοιποί λένε
ένα παιδί ήταν.
γύρισε πίσω, περιφέρεται
στη γενέτειρα τώρα
χαίρεται την επάνοδο.
Με απολύσανε οι ακροβάτες
δε με εμπιστεύονται οι κλόουν
ήσυχο με αφήσαν.
Γυρίζει γύρω-γύρω, τι δυσχέρεια
τι γενέθλιος τόπος
ο μαιευτήρας που το είχε φέρει
στο φως, βγήκε στη σύνταξη
πέταξε ο παππούς εδώ και χρόνια
στο δρόμο συναντά παλιό συμμαθητή
γυρνά από γραφείο και εκείνος
και οι λοιποί πάντα λοιποί
ασήμαντοι, να μην αναγνωρίζουν.
Νοικιάζει γκαρσονιέρα το παιδί
χώνεται στα σκεπάσματα
βαρύς τον παίρνει ο ύπνος.
Στο όνειρο γυρνά ξανά η φαντασμαγορία
το νούμερο με τα μαχαίρια, τα τεντωμένα σχοινιά
από κάτω του πάλι
το κοινό, τα θηρία.
Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ
λουλούδια υδρεύει, ρίζες χαϊδεύει
καλά ξοδεύεται.
Επιδιώκει να εξημερώσει την άγρια φύση
γιατί η δική του η δράση τώρα
τείνει να δύσει.
Έτσι φορτώθηκε στην πλάτη του ογδόντα χρόνια
μαύρος ο άνεμος και ξεπουπούλιασε
μικρή μπιγκόνια.
Στο κλαδευτήρι απευθύνεται κι όλο λέει
βραχύ μου χέρι οι κήποι που έστησα
ήταν ωραίοι.
Ω δεν τον πείθει η πρασινάδα και καταρρέει
ενώ λυτό το ποτιστήρι του
θρηνεί και ρέει.
Κακός ο χρόνος αμείλικτος με λογής αυτουργούς
έστω κι αν πρόκειται για μαραμένους
κηπουρούς.
Θα τον ξαπλώσει ο χρόνος τώρα πάνω σε στρώμα
εν συντομία θα παραπέμψει
αυτόν στο χώμα.
Άνθος απότιστο ο θάνατος του χαμογελάει
ο κηπουρός εκεί που έσκαβε
εκεί θα πάει.
Τι αστοχία χώμα να γίνεσαι κι όχι ουρανός
κι ας ήσουν κάποτε αξιολογότατος
ως κηπουρός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου