μες στ' άπειρο κενό,
με λύπη αποχαιρετούν. Φοβούνται, λες, τα χιόνια,
που ήρθαν στο βορεινό.
Γέρνουν τα φύλλα ξέθωρα. Μια φύση μαραμένη
στη νεκρική ζωή.
Φεγγρίζει ο ήλιος που και που με λάμψη θολωμένη
σε κείνη τη βοή.
Τρεμοκοπά το θόλωμα με μια άγρια παραζάλη
σε πέλαγα, βουνά.
Κορμιά, κλωνιά και κύματα τσακόνουνται στην πάλη
σαν τάγρια τα θεριά.
Και κείνα τα πλεούμενα μέσα στα περιγιάλια
τα βλέπεις πια γυμνά
τριζοκοπούνε τ' άλμπουρα, σφυρίζουνε τα στράλια
σαν τ' άφυλλα βουνά.
Πέφτει το χιόνι σκορπιστά στοιβάζει το Γενάρη
με χαδεφτή σιγή,
κι' όθε περάσεις και διαβείς το πόδι αφήνει αχνάρι
δίχως καμιά βοή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου