εσώρουχο που το φορείς όσο και κρύβεις
μη και του δουν την παλαιότητα
και παν αλλού
εκεί που δε δείχνει.
Σκάβε σκάβε
ν’ αλαφραίνεις από χώμα τους νεκρούς
και τ’ άλλα παράπονα.
Έτσι να ζήσεις πρόσταζε ο πατέρας.
Και μόλις θα ’σαι κοντά θ’ αλλάζει το νησί
αλλού θα κατεβαίνεις
κι αργά, πολύ αργά.
Επειδή αγαπούμε
αργεί ο Θεός να συμπεράνει την ήττα μας.
Όπως απ’ το πολύ του φθινοπώρου
πού ’χε μέσα του ο πατέρας
παίρναν τα μάτια του την κίνηση βουνού
που πάει ν’ αναληφτεί τυλιγμένο στο χειμώνα του.
Οι άνθρωποι ποτέ δεν ταξιδεύουν
μονάχα οι χωρισμοί
και να με θυμάσαι
ποιον;
Αλλόκοτα που ανέτελλες λες κι ήσουνα φεγγάρι
ποιος θα σε πάρει
τώρα η άλλη αγκαλιά με πικροδάφνες και μ’ ελιές
και μυρωδιά θάλασσας κοντινής
να φύγεις πάλι
χαιρετισμός βαθύς
πόνος φιλί και στίχος δαχτυλίδι
να σε φορέσω απ’ την αρχή
πάλι απ’ την αρχή που αρχή δεν έχει
να κρατηθώ στους κύκλους σου
και στην πρωτοζωή
στους κύκλους στα στεφάνια της
με κυανοφύκη και βακτήρια.
Και με σπαθιά.
Ναι, και με σπαθιά.
Aπό τη συλλογή “Τα Οικόσημα”, 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου