Είναι, λες, η θάλασσα κυματιστός ουρανός
κι ακούραστη ανάσα στο στόμα της εφηβείας
Μεθυσμένες αντανακλάσεις κάνουν έρωτα στα σεντόνια της κι εκείνη τις χαϊδεύει μητρικά σχεδόν
Ηδονοβλεπτικά τις καθρεφτίζει στο σώμα της και κατευθύνει την πράξη ρεαλιστικά σχεδόν
Δροσίζει τους απόντες, της λείπει ο εραστής
Κι όταν διαχέεται, φοράει μάσκα, ξεγελάει την ποίηση
κάθε τόσο δίνει λίγο από το αίμα της
-αφαίμαξη ωκεανού-
ζητά από μένα και τα φύκια να μιλούμε γι' αυτήν όταν βρέχει
-«ότι υπάρχω, είμαι ζωντανή, να τους πείτε...» κραυγαλέα ορθώνεται, με το ανάστημά της βάφει τις τρικυμίες-
Φωνάζει και γίνεται ένα με τη σταγόνα
Και ποιος θ' ακουμπήσει άραγε τη δική της αιωνιότητα...
Είναι κάθε βράδυ στο στέκι, δεν αλλάζει ρούχα.
Είναι ψηλή και σιωπηλή
μ' ένα βλέμμα μοχθηρό καταπίνει ζωντανά ναυάγια
ήτανε κάποτε μάνα, βλέπεις, μα τιμωρήθηκε από θεούς
μαστιγώθηκε από ανθρώπους,
και γίναν τα παιδιά της ρίζες
φυτρώνουν στα βράχια της
ανθίζουν στα κοράλλια της
δέρνονται απ' τα μαλλιά της
μουχλιασμένα ρέουν στα χείλη της
αφρίζουν μέσα απ' τα δόντια της
πελαγώνουν στα φρύδια της
ματώνουν στις υδρορροές της
τσαλακώνονται με τα ψάρια της
ζωντανεύουν από τα γεννοφάσκια και στην ποδιά της κουκουλώνονται
κλαψουρίζουν σαν να ζητούν ένα όνομα
να μάθουν ξόρκια θέλουν, να γίνουν παρόντες
να αφορίσουν την ύλη δαρμένα από σάρκες
κι όμως δεν μπορούν να της μιλήσουν ποτέ
αφού είναι πέτρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου