ούτε παράθυρα με ορίζοντες ανοιχτούς για να τα φυγαδεύσεις.
Κι οι δρόμοι στις πόλεις είναι απέραντοι και με φώτα πολλά, που κάνουν
τη νύχτα μέρα. Πουθενά δεν βρίσκεις λίγη διάκριση, λίγη μοναξιά - τόπο και χρόνο-
για να συναντήσεις ήσυχα τον εαυτό σου, εξόν κι είναι φθινόπωρο, που αδειάζουν
οι δρόμοι κι οι πλατείες, καθώς πιάνει βροχή και σκορπάει ο κόσμος.
Τότε γυρίζεις στο σπίτι κυνηγημένος από την μπόρα, με τους δικούς σου
να σε περιεργάζονται και να ρωτούν για τον καιρό.
Την κρυφή χαρά που σε συνέχει, οι άλλοι δεν την μαντεύουν: τη χαρά πως αντάμωσες
πάλι τους ήρωες σου, σαν τότε που κρυβόσουν -παιδί – στο κελλάρι,
πλέκοντας δικούς σου θρύλους στη βροχή. Κι ευχαριστημένος, κρατώντας το μυστικό
αυτής της αναδρομής, τινάζεις το παλτό σου....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου