σε κοίτη βαθειά, δειλινή
Λόγια και χρόνια
με τα φεγγάρια στους ώμους
και των χαμένων τους ίσκιους
μια νεφέλη ζητώ χελιδόνια-
κορμιά που πλάγιασαν ήσυχα
με το δόρυ στα σωθικά
Κοπάδια καράβια
που αποκοιμήθηκαν στα νερόκρινα, άδεια
και τα τυλίγει η σιωπή
Τελωνεία της δόξας
που θησαύρισαν αίμα και σάρκα
κι ακόμη καλείς
με θηλές αναμμένε
με σπηλιές του κορμιού σου υγρές
κι άλλες του νου σου λαγνείες
του Αίαντα, του Παύλου, του Νίκου σπαθιά τσακισμένα
Βράδια βροχής
και τους καθρέφτες να γράφουν
νωπές εικόνες των χαμένων
τη θεία στην Τασκένδη
τον Τάκη, τον Παύλο στην Ουγγαρία
τη Χρυσάνθη στα τριάντα
ξεκαρφώνοντας τη μνήμη
ώς τον κρυφό της βυθό
Κοιτάζουν με 'κείνο το βλέμμα της πείνας-
της άλλης πείνας
που τύχη δεν είχε
Σε νερά κι οπωροφόρα του νου
σε βρύσες τυφλές
με χέρια λευκά και χορτάρια στους ώμους
Πώς να τους θησαυρίσω;
1997. Υπουργείο Πολιτισμού και Δήμος Αθηναίων
Φυσικό μέγεθος σε βάθρο
με μια κλίση ακρόπρωρου
δεν ξέρω σε ταξίδι ποιο
δίχως να λογαριάζεις το νεκρό του γαλάζιο
το μέσα σκοτάδι
με βλέμμα εφηβικό
και κάτι ελάχιστα στραβό στα χείλη
να σε μεγαλώνει
Λίγο οι πρασινάδες
λίγο τούτη η ζωή
στο πράσινο του χαλκού, ξένος
Πουλιά μόνο σε σκάβουν
σου κεντούν την κεφαλή
σε προσομοίωση μετάλλου;
Στον αιώνα σου μας είπες
όπως κανέναν απ' όσους κόβουν την κλωστή
κι εχέμυθοι σιωπούν μέσα στη νύχτα
Εμένα ρωτώ κι άλλον τρόπο δε βρίσκω
καθώς τα σηκώνει όλα η λήθη
μισοντυμένα και τα φυγαδεύει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου