«Θέλω να με ακούσεις», συνέχισα χαμηλόφωνα.
Το σώμα μου είχε διαπεράσει ένας ηλεκτρισμός που προηγούμενο δεν είχε, καθώς, αργά, ακολουθούσαμε το κατηφορικό δρομάκι. «Συγχαρητήρια για την πρεμιέρα σου. Έσκισες!», είπα και χαμογέλασα, μα δε γύρισα να την κοιτάξω. Είχε καταλάβει ότι η στενή της παρουσία δίπλα μου εμπόδιζε την συγκέντρωσή μου. Έτσι, ερχόταν όλο και πιο κοντά. Για μια στιγμή, ένιωσα το χέρι της ν’ ακουμπά το δικό μου. Κίνηση όμως δεν έκανα. Ήθελα να της μιλήσω και εκείνη υποσχέθηκε να με ακούσει. Το ήθελε. Με ήθελε. Γιατί, άλλωστε, να με ακολουθήσει;
«Στις πρεμιέρες φέρνουν τριαντάφυλλα», μου είπε χαρούμενα.
Ή κάτι τέτοιο. Δυσκολευόμουν τόσο να πιστέψω ότι ήταν δίπλα μου, που ούτε καν απάντησα. Στο μυαλό μου επικρατούσε πλήρης σύγχυση και αναρχία. Γιατί να μην κόπαζε ο αέρας και να επέστρεφε η ησυχία; Γιατί να μην είναι μια μέρα ανοιξιάτικη, φωτεινή, με γαλανό ουρανό και χελιδόνια να περιφέρονται στην ατμόσφαιρα; Γιατί να μη βλέπω μια υπέροχη παραλία με άμμο, σε αντίθεση με την ανεμοδαρμένη θάλασσα κα τα βράχια μπροστά μου; Γιατί Εκείνη…; Γιατί;
«Εσύ μου έμαθες να λέω τί αισθάνομαι στον άλλο».
«Και εσύ που μου το έμαθες, τώρα το παίρνεις πίσω», πρόσθεσα. Με κοίταξε μ’ ένα παράπονο στα μάτια. Μάτια που είχαν το χάρισμα να ασκούν τεράστια δύναμη σ’ οποιονδήποτε. Μάτια που σε καθήλωναν. Εγώ, όμως, αγέρωχος, και έτσι για λίγο ακολούθησε σιωπή. Το άρωμα της προσπαθούσε να κυριεύσει τις αισθήσεις μου, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. «Διαβολάνεμε- εχθρέ!», ψιθύρισα, καθώς πλησιάζαμε στο τοιχάκι πάνω από τη θάλασσα, στο τέλος του δρόμου.
Αναπήδησα και στάθηκα όρθιος στο τοιχάκι.
Η θέα που αντίκρισα ήταν μαγευτική, μα και τρομακτική. Εκείνη, στεκόταν πίσω μου, λίγο πιο μακριά. Με προέτρεψε να κατέβω, καθώς φοβόταν τον αέρα, τη θάλασσα, τη στιγμή. Γύρισα προς το μέρος της, χωρίς να κατέβω από το τοιχάκι. Αμέσως, το πρόσωπό μου χλόμιασε, άσπρισε, πήρε το χρώμα του γάλακτος.
«Ξέρω που είσαι αυτή τη στιγμή.», αναφώνησα.
Και ξέρω, επίσης, που δεν είσαι. Το άκουσμα της φωνής μου αποτέλεσε τη μοναδική παραφωνία στην τρομερή φυσική αρμονία της στιγμής. Και η βίαιη επιστροφή από το χώρο των ονείρων στην πραγματική μοναξιά μου, μ’ ανάγκασαν να βρίσω αισχρά τον εαυτό μου, κοιτάζοντας ψηλά τον ουρανό. Εικόνες φωτεινές έφερνα στο νου μου, μα ήξερα, ότι πλέον ήταν ψεύτικες. Πλαστά δημιουργήματα, της φαντασίας ατοπήματα, που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα.
Χαμήλωσα το κέντρο βάρους μου, ώσπου γονάτισα.
Έβγαλα προσεκτικά μια διπλωμένη σελίδα τετραδίου από την τσέπη του παντελονιού μου. Στο άνοιγμα της… η υπόσχεσή μας. Συνειρμικά θυμήθηκα τη στιγμή που έγραψα: «Θα είμαι δικός σου, όσο οι θάλασσες με φέρνουν προς το μέρος σου». Και Εκείνη, ακριβώς από κάτω έγραψε: «Θα αγαπώ όλες τις θάλασσες, γιατί θα περιμένω να σε φέρνουν». Μακάρι να έβλεπες τη θάλασσα τώρα.
Τοποθέτησα τη σελίδα πάνω στο τοιχάκι, διπλωμένη.
Μάλιστα, την κάλυψα με χώμα και μικρές πέτρες, ώστε να μείνει εκεί. Για όσο αντέξει. Σηκώθηκα και πάλι όρθιος, αυτή τη φορά με δυσκολία. Τα πόδια μου ίσα ίσα με κρατούσαν, ενώ είχα αρχίσει να τρέμω από το κρύο. Κρύο… το νέο συνώνυμο του φόβου. Κι όλα γύρω μου άρχισαν να κινούνται αργά. Κοίταξα το ρολόι: 03:03. Έμοιαζε περισσότερο με ημερομηνία. Χαμογέλασα και αφέθηκα ελεύθερος στη θέληση της φύσης.
Μέσα μου ήξερα, γιατί το τελευταίο πράγμα που ένιωσα, ήταν η οργή των κυμάτων της θάλασσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου