Και τι είναι η Θλίψη, παρά τραγούδι του αυτόχειρα
με στίχους κλεμμένους από επιγραφές
ανάγλυφες, των νικημένων, στο σκοτάδι.
Και τι είναι η Λησμονιά, παρά μιαν άπληστη κυρά
που στα χαρτιά ποντάρει ό,τι αγαπήσαμε
μα ο Χρόνος τη εξαπατά με τεχνικές ποικίλες.
Και τι είναι ο Έρωτας, παρά δυο άνθρωποι
ανίκητοι ο ένας για τον άλλο
που ο ένας τον άλλο αψηφά
κι επιλέγουν αμφότεροι να κρατήσουν Θερμοπύλες.
ΨΕΥΔΟΡΚΙΑ
Ανακάθισα αναπαυτικά σε πολυθρόνα περίοπτη.
Στα καλά μου ντύθηκα.
εναπόθεσα δύο λάθη δεξιά,
δύο πάθη αριστερά
κι αληθής ορκίστηκα.
Κάθε φορά που ομολογώ
μπρος στο κατήγορο παρελθόν μου,
υπόδικος της εκάστοτε παρωχημένης ανάσας,
κάθε φορά πίσω να κοιτάξω δε φοβάμαι.
Για το παρελθόν μου το κάνω να με δει
όμορφο κι αειθαλή.
Να το εξαπατήσω, να πιστέψει
πώς κάθε μέρα κάνει τη σωστή επιλογή.
ΘΛΙΨΗ
Σώπασαν καθώς σηκώνεται να χορέψει.
Αέρινη, μ' ένα πέπλο καλυμμένη
χλωμή μα οικεία σαν αδερφή, σαν κατάρα.
Προχωρά προς το κέντρο κι αυτοί αγωνιούν.
Το πέπλο κεντημένο μ' αναμνήσεις
ίσα που καλύπτει τη λευκή σάρκα
νοτισμένη ως την κρατά
μες στην εικόνων, που τους απλώνει,
χορογραφία.
Κι αυτά τα δάκρυα, νήμα
στο Μινώταυρο του πάθους. Να τη βρει
στο λαβύρινθο των βημάτων της
πριν ο χορός πεθάνει. Πριν να 'ναι αργά.
Σαν αερικό πλέει, ρούχα όλα αλλάζει
πάνω στην κίνησή της μεταμορφώνεται.
Στα μάτια του καθενός αλλιώς
κι όλοι να σιωπούν, να κοιτούν.
Την Θλίψη που τόσο ακόρεστα μπροστά τους
ξεδιπλώνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου