να νιώθεις την πατρίδα σου σαν ξένη
σαν κάτι που σου δένει στο λαιμό θηλιά
για να σε πνίξει, πώς είναι να μισείς
τον κόσμο που την κατοικεί, τις άθλιες
φάτσες που κυκλοφορούν, ψυχές
αγριεμένες, δοσμένες στο κυνήγι άνομου
διεφθαρμένου κέρδους. Πώς είναι
να μισείς τις μέρες σου, το χρόνο σου
που φεύγει σκοτωμένος στο τερατώδες
σκηνικό που στήνεται τριγύρω.
Πώς είναι να αισθάνεσαι νεκρός
ή σαν σακάτης, αμέτοχος εις τα κοινά
ανήμπορος να κάνεις κάτι, πώς είναι
από την πόλη σου να θέλεις να ξεφύγεις.
Λόγια που βρέθηκαν σ’ ένα χαρτί βρεγμένο
στην πίσω τσέπη του παντελονιού ύστερα
που τον έβγαλαν πνιγμένο απ’ το ποτάμι
το βαθύ μιας ξένης πόλης. Δεν ήξεραν
ποιος είναι κι αν ήταν έγκλημα ή πράξη
αυτοκτονίας. Αργότερα μαθεύτηκε
πως ήταν ποιητής μιας ταλαιπώρου χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου