Χ
Η πλατεία ήταν έρημη εκείνη τη νύχτα
Με τα κλειστά περίπτερα, τις ξεσκισμένες αφίσες.
Μύριζε καμένο ρούχο, στάχτη, πυρκαγιά.
Πηγαίναμε μαζί μα οι λέξεις στέγνωσαν στα χείλη.
Μόνο κοινό σημείο επαφής ήταν ο φόβος
Εκείνος ο πρωτόπλαστος, απροσδιόριστος φόβος
Που γνώρισε ο άνθρωπος σ’ ένα χωράφι τριβόλων.
Μετρούσαμε τους οβολούς της πίκρας μας
σκαλίζαμε την τέφρα της ψυχής.
Κι άξαφνα πέρασαν με ορμή, μουγκρίζοντας
Τα στρατιωτικά αυτοκίνητα, κατάφορτα κλαδιά των ευκαλύπτων κι ακακίες,
Κι εχάθηκαν γοργά σ’ ένα πυκνό σκοτάδι.
Όμως σ’ αυτό το ελάχιστο διάστημα, για λίγα δευτερόλεπτα μονάχα
Το μάτι πρόφτασε να ιδεί στο δυνατό το φως των προβολέων
Ένα κεφάλι εφηβικό, που με ανάστροφη ματιά εκοίταζε το χάος
Τα στοιβαγμένα σώματα κομμάτια.
- Τι γρήγορα που χάθηκαν τούτα τα νέα παιδιά
Απροετοίμαστα για θάνατο, γι’ αυτό το είδος του θανάτου…
ΧΙΙ
Καθόμαστε πλάι πλάι σε καρέκλες καφενείων
Παίζουμε τάβλι, φυλλομετρούμε τις εφημερίδες
Με τις Γεννήσεις και τους Θανάτους
τους βιασμούς και τις λεηλασίες, πράματα καθημερινά.
Κουβεντιάζουμε, φλυαρούμε σε μια παράξενη γλώσσα
Που κανείς δεν ακούει, δεν την καταλαβαίνουμε και ρωτούμε
Αν φάνηκαν καθόλου τα πανιά
Ας ήτανε και τα ιστία του πένθους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου