Στις τέσσερις αδελφές η πιο μεγάλη
γι` αυτό και ευνοημένη στη μοιρασιά
η πιο σοφή μέσα στους συχνούς πυρετούς της,
κατάλοιπο από τα χρόνια της ελονοσίας
Εκείνους τους καιρούς που παράξενα ζώα κρύβονταν στον κήπο της
Κι αυτή τα μάζευε σ` ένα κουτί, να τα φυλάξει όπως τα όνειρα
που στον καθένα μόνο μια ταιριάζει
κι όταν τη δεις την αναγνωρίζεις
Όπως μικρές πεθαμένες μέλισσες και
επαγγελματικές κάρτες
ανάμεσά τους εργασίες που ξεχάστηκαν και
κόποι που δε πληρώθηκαν
στο στήσιμο ανολοκλήρωτων πύργων και
στεναγμούς ερώτων γλώσσα με γλώσσα
στις ζωγραφισμένες εικόνες κυνηγών και
γυναικών εικόνες όπου διαμελίζουν άντρες αδύναμους
Όπως νερού σταγόνες πιασμένες
σε φύλλα ξεραμένα
που όποιος τα δει στεγνώνει το στόμα του
πικραίνει
θέλει να ξυπνήσει και δε μπορεί
κι ακολουθεί υπνοβατώντας ένα στρατό πυγολαμπίδες
ως το λάκκο με τα ποντίκια τα τρελαμένα από αιώνες πείνας
Περπατάει αργά
Λίγο πιο γρήγορα θα λαχανιάσει
-προσοχή-
Τότε το λαχάνιασμα σε όποιον γελάσει μαζί της θα στείλει
Κάτι σαν συστημένη επιστολή
Όπου ο παραλήπτης σίγουρα θα βρεθεί
Ακόμη και σε ημερήσια όνειρα μέσα
Λίγο πιο γρήγορα θα κουραστείς
-προσοχή-
θα λάβεις όνειρα κουρασμένα
Η παρθένα Μαρία σαπισμένη βρομόγρια
Όλα τα βλέπει
όλα όσα βλέπεις τα έχει πρώτη δει
πριν από σένα τα έχει δει
δοκιμάζοντας πόσο μπορεί να τρομάξεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου