κάποιος μιλούσε με απασφαλισμένες τις αγχόνες
περιδιαβαίνοντας ανερμάτιστους εγωτισμούς
είχε επάνω από τα φρύδια μεταλλικές ρυτίδες κοφτερές
να εκφοβίζουν σαύρες, λύκους, φίδια και άψυχες
κάποιος μιλούσε τις νύχτες με εγκοπές
βυσσοδομώντας εμπειρίες δαρμένες από αυτοϊκανοποίηση
στα χέρια του στάλες παχιές λευκών υπολειμμάτων νύχτας
γαλακτώματα ζωικών εκκρίσεων στο χρώμα της ασετιλίνης
να απαλύνουν τους σταυρούς των ερειπίων
κάποιος μιλούσε με ουλές
ροδαλές σαν δειλινά στα μάγουλα του οικτιρομένου ουρανού
πύρινη όψη της πληγής επάνω στην κάψα της σκουριάς
αυτή που επέρχεται της νιότης και του πόνου
με αιματηρή ακίνητη κραυγή η Πτώση
δρεπανηφόρο στόμα σαπισμένο τις σάρκες κατατρώει
κάποιος μιλούσε με εγκαύματα
λαθραίος και αυτός του εαυτού του
κουβαλώντας τον κόσμο ολόκληρο με το βάρος του εχθρού του
βαριά ανάσα χωμάτινη η φοβία του χαμού
άλλωστε η Πτώση τελείται ύπουλα, σπλαχνικά, δεξιά της Στιγμής
συρίζει το φεγγάρι διπλά από το προσκέφαλο στην ώχρα της αρρώστιας
φως που αντανακλάται στον ιδρώτα του Υπέρτατου Τρόμου
σκούζουνε άηχα οι νυχτερίδες όταν σκίζονται οι φτερούγες των αγγέλων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου