Ανεβάζαμε τις πίκρες μας.
Κατεβάζαμε τα όνειρά μας.
Το ισόγειο απαράλλαχτο.
Στο τρίτο αδειάζαμε το Νώντα.
Έλεγα: πότε θα ψηλώσω σαν τον κύριο του πέμπτου,
σαν τις ακακίες που παίζουν τα καλόπαιδα.
Πάνω απ’ τη νύχτα τρέχανε δυο άλογα.
Πάνω απ’ το κεφάλι μου δυο σύρματα.
Δίπλα μου ούρλιαζε ο αγέρας, μπαινόβγαινε από τις τσέπες μου,
αρωματισμένος απ’ την κυρία του ρετιρέ.
Ανεβάζαμε τις πίκρες μας.Κατεβάζαμε τα όνειρά μας.
Κι ο δρόμος γέμιζε φαρμάκια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου