Η αιωνιότητα σαν κύμα κλειστής θάλασσας
μας έγλυφε τα πόδια
την εποχή που τα πάθη των θεών μας κατέτρωγαν.
Με τους ρυθμούς της αργόσυρτους, θωπευτικούς,
μας δρόσισε στη δίνη της δίψας
και αναλλοίωτη από τη βιασύνη του χρόνου
υποσχόταν πως θα ποτίσει τα νεογέννητα όνειρα.
Αργοσερνόταν με πονηρή σοφία
αποκοιμίζοντας τη λαχτάρα και το ρίγος μας
που μύριζε θυσία και θάνατο.
Κάπως έτσι επιβιώσαμε
από τον χείμαρρο της απώλειας
που μας παρέσερνε βαθιά
στις φωλιές της σκοτεινής ύλης
με τις αμφίβολες προθέσεις
σαν το γρήγορο τρένο σε ετοιμόρροπη στοά˙
ποτάμι υπόγειο που ήθελε να ξεχειλίσει ασυγκράτητο
και τράνταζε το έδαφος
όπως τα πόδια από χίλια κοπάδια αλόγων
την ώρα που τρέχουν.
Δεν συναντήσαμε ρήγματα
στην πορεία προς τα κύματα
και τα αφηνιασμένα κοπάδια χάθηκαν
μέσα στον κουρνιαχτό προς μια άφαντη πεδιάδα,
τα τρένα έφτασαν σε ανοιχτό χώρο
όπου η αύρα φυσούσε γλυκά
γεμάτη από τη μυρωδιά ευτυχισμένων αναμνήσεων
που λίμναζαν στα ρηχά.
Νωχελικές βάρκες με χαλαρά κουπιά
μας περίμεναν ακούραστα.
Κι εμείς μια θολή ενθύμηση στον ορίζοντα
γίναμε κόβοντας τις άγκυρες,
ξεχασμένη.
Ισως, κάποτε, σε μια φαντασία δίχως σκιά
να μας ρωτήσεις για πού αρμενίζουμε
ενώ θα έχουμε ξεχάσει κάθε απορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου