Παρίσι μου, να σε ξεχάσω
δεν μπορώ! Οι κουβέντες, τα γέλια και τα παιχνίδια δε με διασκεδάζουνε. Πάντα
σε σένα πάει ο νους μου. Κι ωστόσο μπορούσα άλλα να συλλογιστώ, μπορούσε η
καρδιά μου να χαρεί. Προβαίνει το βαπόρι και μου δείχνει νέα θάλασσα, νέο
κόσμο· σα να περηφανέβεται που βλέπει τόσα κύματα και δεν τα φοβάται· ήσυχο
προχωρεί και ξεσκεπάζει στα μάτια μου μπροστά, όταν είναι μέρα, την αιώνια καλοσύνη τ’
ουρανού μας, όταν είναι νύχτα, τις άπειρες λαμπάδες που τρέμουνε κει απάνω
μέσα στο σκοτεινό τους το φως.
Το κορμί μου μοναχά
σέρνει μαζί του το βαπόρι, την ψυχή μου πίσω την αφήνει. Του κάκου συλλογιούμαι
πως σε λίγες μέρες θα πατήσω το ξακουστό της πατρίδας το χώμα, πως η ώρα
κοντέβει όπου τα μάτια μου θα χαρούνε την πανώρια θέα της Ελλάδας, πως θα
πλησιάσω τόσα θάματα της φύσης, τόσα ιερά της ιστορίας μεγαλεία! Του κάκου λέω
μέσα μου πως γλήγορα θα διω την Άγια Σοφιά, μοναδικό κατόρθωμα της τέχνης, τον
Παρθενώνα, παντοτινή φαιδρότητα του κόσμου!
Όχι! Παρίσι μου
αγαπημένο! Πάντα εσένα ποθεί, εσένα σε κλαίει πάντα η καρδιά μου. Η πατρίδα μου
είσαι συ. Εσύ μου γέννησες νου και ψυχή. Πού είναι πόλη να σ’ αξίζει; Ποιος σε
γνώρισε ποτές και δε σ’ αγάπησε για πάντα; Με τη βαριά σου την ατμόσφαιρα, με
το συννεφιασμένο σου τον ουρανό, με τον ψυχρό σου
τον αέρα, το γκάζι σου που βρωμά
και το κακό σου το κλίμα, μάγεψες τον κόσμο. Τι νόστιμη που είναι η λάσπη σου, τι γλύκα
που την έχει η βροχή σου! Η λάσπη σου μιλεί και λέει του διαβάτη· — «Εσύ που
λερώνεις τα παπούτσια σου κι αφανίζεις το πανταλόνι
σου, μη σε μέλει! Ιδέες γεμίζεις το μυαλό σου. Άγιο χώμα πατείς. Φρονήματα
γενναία, σοβαρούς λογισμούς, αγάπη της λεφτεριάς, της
πρόοδος και της πατρίδας, φτάνει ν’ ανοίξεις το στόμα σου κι όλα μαζί τ’
αναπνές.» Για διες τις, καλέ, τις ιδέες πώς πετούνε τριγύρω σου
στον αέρα, από δω κι από κει
κι από κάθε μεριά. Η ατμόσφαιρα που καταπίνεις είναι ιδέες φορτωμένη· από
παντού σου τριγερνούνε το κεφάλι, ποια να πρωτομπεί.
Κι όλο τρέχει στους δρόμους,
κάνει, δείχνει, κοπιάζει, δουλέβει ο λαός σου. Ξυπνός, εργατικός λαός, ορμητικά
παιδιά και γενναία, πρόθυμα για το καλό, φοβερά στο θυμό τους.
Δεν πρέπει να τα
πειράξεις· ξέρεις να τα πιάσεις, σαν πρόβατα σ’ ακολουθούνε· ορμούνε σαν το
θεριό, άμα τ’ αγγίξεις. Δε θέλουνε σκλαβιά· τους βασιλιάδες δεν τους φοβούνται,
κι όταν τους βαρεθούνε, απλώνουνε το χέρι και τους σπάνουνε σαν τα παιχνίδια. Οι πέτρες στους δρόμους
σηκώνουνται μοναχές τους· η μια απάνω στην άλλη ανεβαίνει· τ’
αμάξια που περνούνε, στέκουνται κι εφτύς γίνουνται πύργοι· τα κάγκελα τα
κάνουνε κοντάρια, και το φύσημά τους μπαρούτι. Ώσπου να
γυρίσεις να διεις, βρεθήκανε μπάλες, πιστόλια και τουφέικα· δεν ξέρεις από πού
βγήκανε. Από πάνω από τα σπίτια, από κάτω από τα κελάρια, μαζώνουνται, πηδούνε,
ξεφυτρώνουνε καρέγλες, ξύλα, γυαλιά, σίδερα, μολύβι. Όλα μαζί στη μέση του
δρόμου σωρέβουνται, μεγαλώνουνε, άξαφνα γίνουνται βουνό κι αφτό το βουνό — αχ!
Πόλη μου καημένη, πού να τα ξέρεις εσύ αφτά; — λέει στους τυράννους· —
«Ίσαμε δω, αρχοντικό μου, κι όχι
παρέκει!»
Με τα βουνά σου τα
ξαφνικά, Παρίσι μου ποθητό, έσωσες την Εβρώπη κι ακόμη θα τη
σώσεις. Όλα σε σένα τα χρωστούμε. Εσύ θυσιάστηκες για τον κόσμο. Από σένα
πρωτομάθαμε λεφτεριά τι θα πει. Δε σου έμελε μόνο για σένα· την αθρωπότητα
αλάκαιρη συλλογιόσουνε. Τους δικούς σου τους τυράννους δε σου έφτασε όξω να
τους πετάξεις· είχες στο νου σου την οικουμένη· τη γης θέλησες να γλυτώσεις.
«Όλοι οι αθρώποι είναι αδέρφια κι έχουν ένα
νόμο.» Έτσι μηνούσες της Εβρώπης, όταν και μικροί και μεγάλοι, βασίλεια και
δημοκρατίες, τρέμανε μπροστά σου και σκύφτανε το κεφάλι. «Λεφτεριά. Ισότη.
Αδερφοσύνη», τέτοια λόγια μας έλεγες τότες κι ακούστηκε μακριά μακριά η φωνή
σου. Θέλει δε θέλει, αργά ή νωρίς, από το δρόμο που μας άνοιξες, πρέπει
σήμερις ο κόσμος να περάσει. Οι βάρβαροι δε θα βαστάξουνε πολλή
ώρα. Όποιος δεν ξέρει λεφτεριά, ισότη κι αδερφοσύνη, — όποιος γυναίκες δεν ψηφά
και λέει τους άντρες σκυλιά — ας ξολοθρεφτεί η βασιλεία του κι ας αφανιστεί τ’
όνομά του!
Γίνεται λοιπό, Παρίσι
μου, να σε ξεχάσω τώρα που τρέχω στη χώρα της σκλαβιάς, τώρα που πάω στην Πόλη;
Τι με μέλει η Αγιά Σοφιά; Την
ιστορία σου μελετώ, τη φήμη σου τη ζουλέβω· με πόνο ψυχής, με καρδιοχτύπι και με δάκρυα σε
θυμούμαι. Άντρα μ’ έκαμες εσύ· μου έμαθες να δοξάζω τη λεφτεριά, να σέβουμαι,
ν’ αγαπώ τα μεγάλα τα κεφάλια που γέννησες και που πάντα γεννάς — να τα
σέβουμαι, γιατί κυνηγούνε το καλό και ξέρουνε να μας δείξουνε πού θα το βρούμε
και μεις — να τ’ αγαπώ, γιατί μαζί τους γεμίζει θάρρος η καρδιά και σα να σου
φωνάζουνε·— «Πρόσεχε, παιδί μου, και συ κάτι να φανείς, την πατρίδα σου να
δουλέψεις.» Εσύ μου έθρεψες το νου· έφαγα το ψωμί σου, βύζαξα το γάλα σου, και
το χώμα σου έγινε χώμα μου.
Για τούτο και τώρα στο
ταξίδι, τη νύχτα που βγαίνουνε τ’ άστρα στο σεργιάνι, τραβιούμαι μοναχός μου
στο κατάστρωμα, ακουμπώ στο κατάρτι και σε συλλογιούμαι. Όλα με μιας τα
θυμούμαι, όλα τα ξαναβλέπω, όσο η φύση κοιμάται κι ο ουρανός ξαπλώνει απάνω στη θάλασσα
το μυστικό του σκοτάδι. Ένα δεν μπορώ να ξεχάσω, ένα μου δέρνει το νου, σαν το
κύμα που δέρνει το βαπόρι. Ποτές όπως εκείνη την ώρα δεν ταράχτηκα στη ζωή μου.
Νύχτα ήτανε και τότες, νύχτα τρομαχτική για μένα. Είχε πεθάνει ο μεγάλος ο
γέρος, ο Βιχτώρ Ουγκώ, ο γενναίος ο φίλος της Ελλάδας. Όσο ζούσε, πήγαινα σπίτι
του συχνά και τον έβλεπα. Ένα βράδυ, με τη βαριά του
φωνή — σα να μιλούσε μνήμα — μου είπε δυο του στίχους για την Ελλάδα. Σε λίγες
μέρες πέθανε. Και πολύ πιότερο ακόμη απ’ όλα τα
λόγια που μου έλεγε, με τάραξε ο θάνατός του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου