Ερήμωσαν οι τόποι απ' τις φωνές σου,
στης φαμίλιας το γλυκό ψωμί λείπει,
τα μάτια σου όνειρα θολά αρμενίζουν,
σε θάλασσες πλατιές έμειναν οι πνοές σου.
Ο λυτρωμός απόστασε κι έγειρε με λύπη,
τους φόβους και τις ανάσες σου θυμίζουν.
Απόψε δυό λόγια, αχ πως τα γλυκοποθείς,
πως τα θέλεις σα διψασμένος οδοιπόρος!
Μες την καρδιά μου, το βλέμμα σου αντηχεί,
σαν εκκλησιάς παράκληση, θες να σωθείς.
Σαν μοναχικός ερωτευμένος κανταδόρος,
το τραγούδι σου κλώθει μέσα σου σαν ευχή.
Αυτό το βράδυ γεννιέσαι και πεθαίνεις μόνος,
τα λιγοστά πρέπει σου στασίασαν και πάλλουν,
του μυαλού η σκοτοζάλη ερήμωσε ξανά,
οι άριες φυλές της ψυχής σου, άμετρος πόνος,
μουρμουρίζουν έναν ύμνο και σιγοψάλουν,
την δέηση που λεν οι Αγγέλοι, το Ωσαννά!
Χεράκια μικρά, τόσο μικρά, σαν τάματα,
που κρέμονται σε εικόνες και σκηνώματα,
είναι βαθιά μέσα σου οι πεθυμιές σου τώρα
κι ο έρωτας στερνόπουλο, σαν τα θάματα,
που γίνονται σαν το δάκρυ βρέξει τα χώματα
κι ερημιές αναβρύσουν μύρο αυτή την ώρα...!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου