Μουρμουρητά φυγής αχνίζανε αλλόκοτα
νοσταλγικά, κρυφά, ζωσμένα ολούθε
από την ένταση ενός παράδοξου πυρετού.
Είχε η σιγή μιαν αγωνία που τον κάρφωνε
με ανάσες ασθματικές.
Τις άκουγε μέσα του να ηχούν
στο ρυθμό μιας αέναης φρίκης
που 'σερνε πίσω της σωρό τις προσωπίδες της
χρυσές, με χρώματα κραυγαλέα
όσο και η απελπισία που πότιζε το πετσί του
ηδονικά˙
σε μιαν αιώνια εναλλαγή
η ανθρώπινη ουσία του άλλαζε πρόσωπα και προσωπεία
πότε του γέλαγε χλευαστικά
πότε με οπτασίες ουτοπίας τον εκοίμιζε
πότε τον έλουζε με ασίγαστους πόθους˙
και βούλιαζε ανήμπορος
στην πιο μύχια κόχη της σκέψης του,
τη στάχτη πάσχιζε να διυλίσει με δυο τρύπιες χούφτες,
ανάσαινε καπνό και λήθαργο
οι εμμονές του μείναν μόνες και φτωχές˙
τις είπε ποίηση
κι έθαβε τους τριγμούς της ουσίας του στους στίχους του
ευλαβικά
με σύστημα κι επιμονή
κι ας κραύγαζαν σιγανά σιγανά
σαν ανυπεράσπιστα γυμνά ποδάρια
που βουλιάζουν στην καυτή άμμο
και φλέγονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου