Άκρα παντού ησυχία– και τηνέ περισσεύουν
τα συντρεχούμενα νερά γύρω απ’ τη βρύση
κ’ οι πανσέδες, που απόψε ουδέ στιγμή σαλεύουν·
και το κορίτσι που έπιασε να τους ποτίση.
Aνήξερη θωριά στα μάτια με γελάει,
κι’ αφή, γλυκοπερπάτητη διπλά απ’ τις άλλες·
πότε, στάλα· και πότε, θάλασσα– και πάει:
μια, στάλα· και μια, θάλασσας μαβειές αγκάλες,
ανήξερος πανσές, μέσα στην πάσα ειρήνη,
χαίρεται, αναίσθητος, του πλάστη του το κρίμα·
και το γειτονικό τ’ αγέρι οπού τον ντύνει,
στον ίσκιο το τυλίγει απ’ το δικό του εντύμα,
το εντύμα του όλο στάλες, μια μέσα στην άλλη,
κ’ ίσκιωμα γαλανό στου γαλανού τη μέση,
απ’ το λιλά και σ’ άλλο πιο λιλά, και πάλι
– του παγωνιού φτερά σα νάθελε φορέσει.
Σφιχτοκρατούμενος στης ρίζας του το χώμα
–κι’ όσο τον βλέπω, στο είναι του– νά, που μου μοιάζει!
Σα να μ’ ακούη με το είναι του, κι’ ωσάν, ακόμα,
με τα γαλάζια μάτια του να με σκεπάζη…
K’ έρχεται, το λουλούδι, έρχεται και με σμείγει
–κ’ είναι σα να το μέλλη και να μη το μέλλη–
στα μαβειά του με ντύνει, με περιτυλίγει,
στ’ αξέβαφα μαβειά με ντύνει, και με θέλει.
Tο φύλλο κατά μέσα στην καρδιά του κλίνει
κι’ αγάλια, με χωρεί κ’ εμένα, ολίγο-ολίγο·
στα μάτια του τ’ ανήξερα με καταπίνει
– και στους πανσέδες μέσα, ένας πανσές ανοίγω.
(από το Eπιλογή απ’ τα Ποιήματα, Eρμής 1996)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου