1. Ασυλλόγιστα χρόνια
2. Πώς να κρατήσω το φως που βασιλεύει
3. Κορίτσι της νύχτας
4. Χρόνε νυχτοπούλι παγερό
5. Γκρεμίσαμε τα φράγματα
6. Έτσι πάει ο κόσμος
7. Χειμωνιάτικος ήλιος
8. Τα παιδιά της καταιγίδας
9. Έπεσε η κυβέρνηση
10. Έγκλημα και τιμωρία
11. Λάουρα
12. Στον ποταμό τον Πάμισο
13. Κυρά του κόσμου
όλα τώρα μου φαίνονται νεκρά
Εσύ από μένα πήρες τα μεγάλα
Εγώ από σένα πήρα τα μικρά
Ασυλλόγιστα χρόνια και πικρά
Μέρα νύχτα μονάχος πολεμώ
της ζωής να διαβώ τον ποταμό
Εσύ από μένα πήρες την αγάπη
εγώ από σένα πήρα τον καημό
Μέρα νύχτα μονάχος πολεμώ
Ένα δάκρυ παγώνει τη ματιά
μπερδεμένα της μοίρας τα χαρτιά
Εσύ από μένα πήρες την αλήθεια
εγώ από σένα πήρα την ψευτιά
ένα δάκρυ παγώνει τη ματιά
σ' ένα λιμάνι γεμάτο σκουριά
σιγά-σιγά μου ψιθύρισες αντίο
κι έριξες πέτρα πίσω σου βαριά.
Πώς να κρατήσω το φως που βασιλεύει
πώς να λυγίσω τα βουνά;
Είναι αργά αργά αργά αργά
τ' όνειρο να χτίσουμε ξανά.
Ποιους ταξιδιώτες ποιας νύχτας να ρωτήσω
για να μου πούνε αν σε είδαν πουθενά;
Σιγά-σιγά στης αγάπης το βιβλίο
είχε φανεί μια σελίδα λευκή
σιγά-σιγά ήρθε χιόνι κι ήρθε κρύο
κι όλα παγώσαν κάποια Κυριακή.
Πώς να κρατήσω το φως που βασιλεύει
πώς να λυγίσω τα βουνά;
Είναι αργά αργά αργά αργά
τ' όνειρο να χτίσουμε ξανά.
Ποιους ταξιδιώτες ποιας νύχτας να ρωτήσω
για να μου πούνε αν ακόμα μ' αγαπάς;
Κοντεύουνε μεσάνυχτα και ακόμα να φανείς
Κοιτάζω το ρολόι μου και τους περαστικούς
Ακούει η καρδιά τους χτύπους της, μα εσύ δεν τους ακούς
Στις εκκλησιές του έρωτα κανείς δε λειτουργεί
Μα ψέλνουν οι αρχάγγελοι κι αναγαλλιάζει η γη
Μονάχο με παράτησες και δίχως να ντραπείς
Δεν κράτησες το λόγο σου, δεν ήσουν συνεπής
Κορίτσι της νύχτας τι άλλο να σου πω
Ποτίζω τη ρίζα, μα χάνω τον καρπό
Στο χώμα κυλάνε τα δάκρυα μου ζεστά
Δεν περπατήσαμε σωστά
πάντα κρύβουν κάτι και για μένα
πράγματα γνωστά
πράγματα πιστά
πράγματα ζεστά κι αγαπημένα
πράγματα γνωστά
πράγματα πιστά
πράγματα ζεστά, λησμονημένα
Χρόνε νυχτοπούλι παγερό
κόβεις με μαχαίρι τον καιρό
γρήγορα πετάς
πίσω δεν κοιτάς
τον απάνω κόσμο το μεγάλο
Χρόνε παραμύθι λαμπερό
σμίγεις τη φωτιά με το νερό
γρήγορα περνάς
πίσω δε γυρνάς
πίκρα μας κερνάς και τίποτ' άλλο.
Νύχτα των Παθών που βγαίναν τ' ʼγια
σώπαινε του κόσμου η κουκουβάγια
σι απ' τις γειτονιές
μυροφόρες νιές
ράντιζαν το πέλαγο με βάγια
κι απ' τις γειτονιές
μυροφόρες νιές
άναβαν λαμπάδες στα μουράγια
Εδώ που τώρα φτάσαμε
τι γίνεται μετά
κερδίσαμε ή χάσαμε
κανείς δε μας ρωτά
Τον δρόμο τον περάσαμε
μαζί και χωριστά
σωστά τα λογαριάσαμε
δε βγήκανε σωστά.
Κερδίσαμε ή χάσαμε
ποιος μας ρωτά;
Για να κριθούν τα πράγματα
στο δύσκολο καιρό
γκρεμίσανε τα φράγματα
να τρέξει το νερό
Μα τα παλιά φαντάσματα
σαν είδαν το σεισμό
οργώσαν τα χαλάσματα
και σπείραν διχασμό
Γκρεμίσανε τα φράγματα
και τι μ' αυτό;
Κι εσείς που δοκιμάσατε
της ήττας την ντροπή
κερδίσατε ή χάσατε
κανείς δε θα το πει
Μα σίγουρα διαβάσατε
τι γράφει το χαρτί
Ούτε σε ήλιο μοιάσατε
ούτε και σ' αστραπή
Κερδίσατε ή χάσατε
ποιος θα το πει;
σαν το διψασμένο της βροχούλας το νερό
έμοιαζε η καρδιά μου με πουλί στην ερημιά
άνοιξη δεν γνώρισα καμιά
Κοίταξα στο δρόμο το διαβάτη το στερνό
είδα στο τραπέζι το ποτήρι το αδειανό
έτσι πάει ο κόσμος μη ζητάς να πάει αλλιώς
έτσι σμίγει ο κόσμος ο καινούργιος και ο παλιός
Είπες θα γυρίσεις και περίμενα καιρό
σαν τον πεινασμένο το ψωμάκι το ξερό
έμοιαζα με δένδρο που 'χει χάσει τον καρπό
έφυγες κι ακόμα σ' αγαπώ
Ήλιος χειμωνιάτικος
διώχνει τη βροχή
φεύγουν τα χιλιόμετρα
φεύγουν και οι τροχοί
Κρίμα που δεν μπόρεσα
να'ρθω πιο νωρίς
σύννεφα στα σύνορα
κι ο καιρός βαρύς
Ήλιος χειμωνιάτικος
άρχοντας λαμπρός
και τα δευτερόλεπτα
πάνε πάντα μπρος
Δρόμοι κι αυτοκίνητα
δάση και βουνά
όλα γύρω σήμερα
μοιάζουν γιορτινά
Αγάπη, αγάπη
πατρίδα μακρινή
σε λίγο, σε λίγο
το τραίνο θα φανεί
Αγάπη, αγάπη
σου φέρνω τα κλειδιά
ν' ανοίξεις, ν' ανοίξεις
μια πιστή καρδιά.
Τα παιδιά της καταιγίδας σήμερα
μ' αλυσίδες μηχανές και σίδερα
της ζωής το νόημα προδώσανε
και στους σκύλους όλα τ' άγια δώσανε, δώσανε
Πίσω μου γκρεμός
μπρος μου ποταμός
σ' άγριους ουρανούς
ταξιδεύει ο νους
μάνα μου,μάνα μου
ποιος μας άγγιξε;
την φτωχή μας καρδιά
ποιος την στράγγιξε;
πίσω μου γκρεμός
μπρος μου ποταμός
πάρε με καημέ, παρηγόρα με...
Τα παιδιά της καταιγίδας φύγανε
μη ρωτήσεις μη ρωτάς που πήγανε
το στερνό τους καλοκαίρι κάψανε
και στη στάχτη τ' όνομά τους γράψανε
Πίσω μου γκρεμός
μπρος μου ποταμός
σ' άγριους ουρανούς
ταξιδεύει ο νους
μοίρα μου,μοίρα μου
ποιος μας μάτιασε;
την φτωχή μας καρδιά
ποιος κομμάτιασε;
πίσω μου γκρεμός
μπρος μου ποταμός
πάρε με καημέ, παρηγόρα με...
τι θα γίνει τώρα
βλέπω αναρχία μες στη χώρα
Κλείσε το παράθυρο
σφράγισε την πόρτα
τίποτα δεν είναι σαν και πρώτα
Έπεσε η κυβέρνηση
σάλεψε η τάξη
ποιο πουλί για πάντα έχει πετάξει
Όλα γύρω αλλάζουνε
σήμανε η καμπάνα
τα παιδιά γυρεύουν άλλη μάνα
Έπεσε η κυβέρνηση
χορεύουν σ' όλες τις γωνιές
και οι καινούριοι άρχοντες
παίζουνε το λαγούτο
Έπεσε η κυβέρνηση
κι απ' τις απάνω γειτονιές
τρέχουν να προλάβουνε
το πανηγύρι ετούτο
θα στο πω στρωτά και καθαρά
πάντα το έγκλημα φέρνει τιμωρία
αν δεν κρατήσεις στη ζωή σου μια σειρά
Όσο βουλιάζεις μες στη παρανομία
μη ζητάς ελάφρυνση ποινής
μία σου - μία σου - μία σου και μία
έτσι πληρώνει και πληρώνεται κανείς
Άναψε φωτιά και δως μου ένα τσιγάρο
κάψε τα χλωρά μαζί με τα ξερά
είχα την αγάπη σου στην ζωή μου φάρο
κι έπεσα κι έπεσα σ'άγονα νερά
φίλους κι εχθρούς να χαιρετώ
ποιος μοναχός γυρίζει πίσω
στην ζωής τον πυρετό
Είχε πνιγεί το καλοκαίρι
στου ήλιου τον κατακλυσμό
τότε που μ' άπλωνες το χέρι
να σ' αγγίξω το σφυγμό
Ποιος κυβερνά τα περασμένα
ποιος οδηγεί τα τωρινά
όλα βουλιάξανε για μένα
μα η καρδιά μου δεν ξεχνά
Έπαιρνε ο έρωτας το σώμα
στου παραδείσου τη φωτιά
κι εμείς δυο σφάγια στο χώμα
σφάζαμε τα γηρατειά
Λάουρα, Λάουρα πρώτο μου τραγούδι
σ' έφτασα,μ' έφτασες ως τον ουρανό
Λάουρα, Λάουρα πούπουλο και χνούδι
θα'μουνα, θα 'σουνα είκοσι χρονώ
Στην Καλαμάτα μόνες τους
φυτρώνουν οι πορτοκαλιές
κι οι γλάροι τους αιώνες τους
μετράνε στις ακρογιαλιές.
Στο κάστρο μέσα οι μέλισσες
γυρεύουνε την Ιζαμπώ
μα εσύ ποτέ δε θέλησες
στο περιβόλι σου να μπω.
Με κόκκινο πουκάμισο
σακάκι σταυρωτό
στον ποταμό τον Πάμισο
χαρταετούς ψηλά πετώ
στον ποταμό τον Πάμισο
χαρταετούς πετώ
με κόκκινο πουκάμισο
και με σακάκι σταυρωτό.
Εδώ στην Πελοπόννησο
γλυκά τα σήμαντρα χτυπάν
λατρεύουνε το Διόνυσο
θεός τους όμως είν' ο Παν.
Γι' αυτό στεφάνι φόρεσα
σαν τους παλιούς τους Σιληνούς
και σ' ουρανούς προχώρησα
που δεν τους φτάνει ανθρώπου νους.
Εσύ μονάχη,
σαν τσακισμένο στάχυ
στα μπαρ, στα καφενεία
βλαστημάς την κοινωνία
Εγώ μονάχος,
σαν ραγισμένος βράχος
το βράδυ αυτό το γκρίζο
την ψυχή μου δεν ορίζω
Εσύ σταγόνα
στα δόντια του κυκλώνα
ζητάς αραξοβόλι
στη χαμένη τούτη πόλη
Εγώ σημαία
σε μαύρη προκυμαία
το πέλαγο αντικρίζω
σε φωνάζω και δακρύζω
Κυρά του κόσμου
το χέρι δώσ'μου
να περπατήσουμε μαζί στην ερημιά
Κυρά του κόσμου
γίνε το φως μου
μέσα στη λάσπη,μέσα στη βρομιά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου