Έλιωνε τα δευτερόλεπτα
με το τακούνι της αναμονής
όπως ο αυλιζόμενος
τις γόπες της νοσταλγίας
Μια παρέα σκοτεινή
τον πλησίασε
ψιθύριζαν με βλέμματα ανήσυχα
και κουνούσαν τα κεφάλια
όπως τις απασφαλισμένες χειροβομβίδες
Προσπέρασαν τη γωνία
που είχαν στοιβαχτεί
χαρτόκουτα παλιοσίδερα
κι εγκατάλειψη
και μύριζε καυσαέριο κι αναδουλειά
Ο αέρας κάτι ψιθύριζε στη γλώσσα τους
τους έφερνε ήχους από την αυλή
μυρωδιές από το τραπέζι
κι εικόνες από την κρεβατοκάμαρα
των πόθων τους
Ύστερα σώπαινε κι αφουγκραζόταν
βιαζόταν να γυρίσει πίσω
να πάει τα μαντάτα
πριν φωτίσει τ’ όνειρο
Λίγο πριν χαράξει
ένα σμάρι ασπρόμαυροι άγγελοι
σηκώθηκαν από τα σύρματα της πόλης
και πέταξαν για την ανατολή
φορούσαν όλοι στον καρπό
βραχιόλι με τις ενοχές του κόσμου
Μοίρα είναι το θάμπωμα της σκέψης
από το εκτυφλωτικό φως των γεγονότων
σφύριξε τ’ αστέρι της ανατολής πριν λιποθυμήσει
στο φως της αυγής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου