ΠΑΡΑΜΥΘΙΕΣ
παίζουν τη βάρβιτο στα νύχια κι ημερεύουν
κι ας λαχταράει η γλώσσα δέρμα ζωντανό
τόσο πολύ
με μουσική ότι ενώνεται το αίμα
καλώδια κύτταρα ηλεκτρισμένα
να χορεύουν στον αγέρα
κι η γη να είναι μια σταλιά
βόλος στα δάχτυλα να παίζω
περίπατο σε άγρια να κάνω μονοπάτια
του λύκου τα δόντια να μην τα φοβηθώ
τόσο πολύ
ότι φυτρώνει πόδια η γοργόνα
ότι ξυπνάει με το φιλί η κοιμωμένη
ότι στ’ αλήθεια κάποια μέρα θα βρεθούμε
τόσο πολύ
τόσο πολύ ήθελα ν’ απατηθώ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
να κουνάς το δάχτυλο και να έρχομαι
οποιαδήποτε ώρα
σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου
με καράβια, τραίνα και γράμματα
κουράστηκα να έρχομαι.
Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να κατοικήσω
στο σπίτι αυτό που αιωρείται στον ουρανό
και ξεφεύγουν οι μουσικές από τα παράθυρα
και τρίζουν ολοένα μαγεμένα τα πατώματα
να μυρίζουμε το πρωί τον καφέ που αχνίζει
να πετούν τα δάχτυλά μας φωτιές
οι λέξεις να υπακούουν.
Κουράστηκα να είμαι τόσο δική σου
κι ωστόσο τόσο ανάμεσα, τόσο μεταξύ
ποτέ ολόκληρη εκεί
κι όμως παντού αλλού μισή.
Ναι, δε θέλω πια να είμαι τόσο δική σου
μα είδες; Πάλι νυχτώνει
και μόνο μες στο ποίημα
μπορούμε να κλάψουμε μαζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου