ΕΝΑΣ ΙΝΔΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
με τα ανοιχτά σε έκταση
μαύρα χέρια του φτερά,
να συνοψίζει το απόγευμα
επί ποδηλάτου στην κατωφέρεια,
όχι την πτώση των αγγέλων
-ότι αυτός ποτέ δεν γνώρισε
της έπαρσης την αμαρτία-
μα τη λιγνή απελπισία που ζυγιάζεται
στην άκρη του φωτός,
μια τελευταία στιγμή πριν παραδώσει
το μόνο ιμάτιο που κατέχει-σώμα του
στο πουθενά.
ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ
την εσπέρα απόθεσα το κορμί μου,
αδειάζοντας από αγάπες, λύπες, επιθυμίες.
Κι αν το βαθύ ξημέρωμα με πλάθει απ’ την αρχή,
χαμηλώνουν επικίνδυνα οι σημασίες
θεέ μου πού είναι το μονοπάτι σου να πατήσω,
βρέφος την ωραιότητα να θυμιατίζω,
να καλώ στο κέντρο της τη χαμένη αθωότητα,
κερδισμένο όνειρο ως το πρωί,
φως που ανταλλάχτηκε με συγγνώμη.
Η ΕΠΙΓΝΩΣΗ
έλεγα μπορούσα να σ’ εμπιστευτώ
ότι θα απίθωνες στα πόδια μου λωτούς
στα στήθη μου φιλιά ώριμα, καρποφόρα.
έχει ένα φως που πυρπολεί τα μέσα μέρη της
αβύσσου, πουλιά δεν τραγουδούν εδώ
κρανίου τόπος η αλήθεια κατάματα.
ανοξείδωτες λύπες, ηχηρές, που κατρακυλούν
στα πηγαδίσια σπλάχνα μας και παφλάζουν
δυνατά του τέλους τα νερά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου