Πήγαινα μ’ έναν φίλο
Κι όλο πήγαινα
Πέρα ο Κουκουλωμένος
Στο βάθος ένα πλήθος σέρνονταν
Πάνω στου Πηνειού τη γέφυρα
Προς το Αλκαζάρ κατέβαινε
Μια μαύρη λιτανεία
Κι άκουες πότε θρήνους μητρικούς
Πότε λυγμούς και στεναγμούς
Βρισιές, κατάρες από δω
Και προσευχές από την άλλη
Όχθη του ποταμού
Μέσα στη λάσπη.
Πέφτει ο πρώτος στο νερό
Ο δεύτερος στη δίνη
Πιάνει ο τρίτος το Σταυρό
Ο τέταρτος τον φέρνει
Μα μέχρι να λάβει τη ευχή
Με τα νερά ακόμη να γλιστρούν
Ο πέμπτος προλαβαίνει…
Σαν όνειρο θα πεις,
Σαν αγκαλιά μητέρας
Μόνο που μένει και δεν φεύγει
Σαν ανεξίτηλο λευκό
Λινό μες σε μυριάδες χρώματα.
Αχ! δεν ακούς, δεν ακούς
Ομορφιά μου που αγάπησα
Όλο μεγαλωμένη στ’ άπατα
Και το φιλί του αιμάτου.
Σσσσσ… το τραγούδι για ν’ ακούσουμε:
Σε χώρα ήμουν μακρινή
Στ’ απέραντο τοπίο των θρήνων…
Θολά ποτάμια και αγροί
Περβόλια ποτισμένα των δακρύων…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου