σπίτι και βιος και μια γλυκιά πατρίδα,
πέρασαν σύνορα, βρεθήκαν σ’ άλλη γη
σαν του πολέμου ξέσπασε η καταιγίδα.
Σε σαπιοκάραβα στοιβάχθηκαν πολλοί
και τόσοι χάθηκαν στα κύματα ως τώρα,
φωτιά και σίδερο στη Μέση Ανατολή,
κι η ελπίδα μπάρκαρε να πάει σε άλλη χώρα.
Κάθε μια μέρα φέρνει η θάλασσα κορμιά
όμως δεν μένει πια εδώ ο Ξένιος Δίας,
η φτώχεια σβήνει κάθε του κληρονομιά,
βγήκε κι εκείνος στο Ταμείο ανεργίας.
Αθήνα – σύνορα τα πούλμαν στην σειρά
κι ο δρόμος ύστερα σπαρμένος με αγκάθια
μάνες, πατέρες με παιδιά στην αγκαλιά,
τα ‘‘νήματα’’ να κόβουν μέσα απ’ τα χωράφια.
Και να που τώρα ακολουθούνε τις γραμμές
κουρέλια ανθρώπινα που γνώρισαν τον πόνο
που έχασαν όλα όσα είχαν μέχρι χθες
δεν έχουν άλλο πια, η ελπίδα μένει μόνο.
Χιλιάδες σε μια αποβάθρα οι ψυχές
όμως το τραίνο της ελπίδας μόνο ένα,
κοιμάται η Ευρώπη δίχως τύψεις κι ενοχές
κι ας έχει τόσο τα σεντόνια λερωμένα…
Ποιος πια να ανέβει στα βαγόνια του αυτά;
Κάνουν κι εκείνα ότι μπορούν να τους χωρέσουν,
να μην χωρίσουν τους γονείς απ’ τα παιδιά,
την μοίρα τους μαζί να βρουν για να μπορέσουν.
Έχουν γνωρίσει κάποτε την προσφυγιά
και είναι με δάκρυα από τότε ποτισμένα,
ξέρουν πως είναι η μόνη πια παρηγοριά
για όποιον ψάχνει μια ζωή πέρα στα ξένα.
Και όταν φεύγουν φορτωμένα με ψυχές
θέλουν ξανά γρήγορα πάλι να γυρίσουν
να ξεπεράσουν τις δικές τους αντοχές
και πιο πολλούς μες την αγκάλη τους να κλείσουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου