σαν πεταλούδες τα πορτοπαράθυρά του πράσινα
στους διαλυμένους γέρνουν μεντεσέδες
(σπίθες ελπίδας άφαντης)
κι από παντού κισσοί τυλίγονται αγιοκλήματα
των τοίχων λιποθύμισμα αναβάλλοντας,Υψώνοντας
το Κτίσμα στην παλάμη τους μια κούπα ραγισμένη.
.
Κι ο Ιδιοκτήτης του σε σούρουπο χιλιόχρωμο
(χαμόγελο ιμπρεσιονισμού)
έν’άγουρο κρατώντας στην παλάμη πεφταστέρι
μ’εφτά πυγολαμπίδες να τρεμίζουν γύρω του
(ολάνθιστα σιωπής μυστηριακής κεριά)
σε κιόσκι στέκεται μαρμάρινο(σαν επισκέπτης πλέον)
δίχως το Τότε που ήταν ζωντανός να νοσταλγεί.
.
Έναστρο νύχτωμα κυματισμός βαθύχρωμος ζυγώνει
(σ’εσένα παραπέμπει Βίνσεντ)
άρωμα του αγιοκλήματος πληθαίνει
χρυσώνει η Πύλη απ’το φεγγάρι
μοιάζοντας νεύμα τρυφερό μια Πύλη
(μέσα στην Πύλη) Αιθερική γαλαζολάμπει…
Πρόθυμα ο Άνδρας την περνά_
και χάθηκαν οι δυο τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου